

Κατηγορίες Άρθρων / ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΣ 3601/31-07-2007
από : Anaconda S.A
27.08.2007, Τροποποϊήθηκε ..
Ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λοιπές διατάξεις.
(ΦΕΚ 178 Α/1-8-2007)
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΣΚΟΠΟΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Aρθρο 1
Σκοπός
Με το νόμο αυτόν σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική τραπεζική νομοθεσία των διατάξεων των Οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, υπΆ αριθμ. 2006/48/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα (L 177/30.6.2006) και 2006/49/ΕΚ για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (L 177/30.6.2006).
Aρθρο 2
Ορισμοί
Με την επιφύλαξη των ειδικών ορισμών που περιέχονται στα Κεφάλαια Ζ΄ και ΙΓ΄, κατά τον παρόντα νόμο νοούνται ως:
1. Πιστωτικό ίδρυμα:
α) επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων για λογαριασμό της, ή
β) ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της παραγράφου 19 του παρόντος άρθρου.
2. Aδεια λειτουργίας: Απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος από την οποία απορρέει η δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος. Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε άλλα κράτη-μέλη ή σε τρίτες χώρες η αντίστοιχη πράξη των αρμόδιων αρχών τους.
3. Υποκατάστημα: Μονάδα εκμετάλλευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος, η οποία δεν έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα και η οποία διενεργεί απευθείας όλες ή μερικές από τις πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος.
4. Αρχικό κεφάλαιο: Η αξία του καταβεβλημένου κεφαλαίου, με εξαίρεση την αξία των προνομιούχων μετοχών που παρέχουν δικαίωμα σωρευτικού μερίσματος για παρελθούσες χρήσεις, η διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο και τα αποθεματικά πάσης φύσεως με εξαίρεση αυτά από αναπροσαρμογή στοιχείων του ενεργητικού.
5. Ίδια κεφάλαια: Τα ίδια κεφάλαια, όπως εκάστοτε ορίζονται με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
6. Αρμόδιες αρχές: Οι εθνικές αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες βάσει νόμου ή κανονιστικών διατάξεων να ασκούν την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.
7. Κράτος-μέλος: Κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε άλλο κράτος που έχει κυρώσει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.).
8. Κράτος-μέλος καταγωγής: Το κράτος-μέλος όπου έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα.
9. Κράτος-μέλος υποδοχής: Το κράτος-μέλος όπου ένα πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο εδρεύει σε άλλο κράτος-μέλος, έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες.
10. Τρίτες χώρες: Οι λοιπές, πέραν των κρατών-μελών, χώρες.
11. Χρηματοδοτικό ίδρυμα: Επιχείρηση η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα υπό στοιχεία β΄-ιβ΄, της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου.
12. Έλεγχος: Η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικής επιχείρησης προς θυγατρική κατά την έννοια του εδαφίου α΄ της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, ή η παρεμφερής σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης.
13. Ειδική συμμετοχή: Η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 10% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ή η άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής.
Για το σκοπό της εφαρμογής του ορισμού «ειδική συμμετοχή» λαμβάνεται υπόψη και το άρθρο 10 του ν. 3556/2007.
14. Μητρική επιχείρηση: Η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια των διατάξεων του εδαφίου α΄ της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει.
15. Θυγατρική επιχείρηση: Η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια των διατάξεων του εδαφίου α΄ της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει. Κάθε θυγατρική επιχείρηση άλλης θυγατρικής θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.
16. Στενοί δεσμοί: Η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται:
α) δια μέσου συμμετοχής, δηλαδή της άμεσης ή με δεσμό ελέγχου κατοχής του 20% ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης, ή
β) με δεσμό ελέγχου, κατά την έννοια της παραγράφου 12 του παρόντος άρθρου, ή
γ) με μόνιμο τρόπο με το ίδιο πρόσωπο με δεσμό ελέγχου, κατά την έννοια της παραγράφου 12 του παρόντος άρθρου.
17. Κίνδυνος απομείωσης της αξίας εισπρακτέων: ο κίνδυνος ότι ένα εισπρακτέο ποσό θα μειωθεί με πίστωση μετρητών προς τον οφειλέτη ή πίστωση άλλου είδους προς αυτόν.
18. Λειτουργικός κίνδυνος: ο κίνδυνος επέλευσης ζημιών οφειλόμενων είτε στην ανεπάρκεια ή στην αστοχία εσωτερικών διαδικασιών, φυσικών προσώπων και συστημάτων είτε σε εξωτερικά γεγονότα, ο οποίος περιλαμβάνει και το νομικό κίνδυνο.
19. Ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος: Επιχείρηση, εκτός του πιστωτικού ιδρύματος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η οποία εκδίδει μέσα πληρωμής υπό μορφή ηλεκτρονικού χρήματος.
20. Ηλεκτρονικό χρήμα: Νομισματική αξία, η οποία αντιστοιχεί σε απαίτηση έναντι του εκδότη και η οποία επιπλέον:
α) είναι αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό υπόθεμα,
β) έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού, και
γ) γίνεται δεκτή ως μέσο πληρωμής από επιχειρήσεις άλλες, εκτός από την εκδότρια.
21. Κεντρικές τράπεζες: Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Aρθρο 3
Πεδίο εφαρμογής
1. α. Ο νόμος αυτός ρυθμίζει την ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας, καθώς και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επίσης περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με την εποπτεία της κεφαλαιακής επάρκειας των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και με την άσκηση δραστηριότητας και την εποπτεία των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.
β. Οι διατάξεις των άρθρων 34 έως 49 και 66 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, καθώς και στις μεικτές εταιρείες συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 33 (παράγραφοι 7 και 8) που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλα κράτη-μέλη.
γ. Για την εφαρμογή των αναφερόμενων στο εδάφιο β΄ της παρούσας παραγράφου διατάξεων ως χρηματοδοτικά ιδρύματα νοούνται και τα πιστωτικά ιδρύματα, εκτός των κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών, τα οποία εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου.
2. Εξαιρούνται από την εφαρμογή του παρόντος νόμου η Τράπεζα της Ελλάδος και, πλην του άρθρου 88 του παρόντος νόμου, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
3. Εξαιρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 13 και 15 του παρόντος νόμου περί ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη και έχουν ρητά εξαιρεθεί από τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.
Aρθρο 4
Απαγόρευση άσκησης δραστηριοτήτων από μη πιστωτικά ιδρύματα
1. Απαγορεύεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα η κατΆ επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.
2. α. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας, απαγορεύεται επίσης η κατΆ επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων, εφόσον δεν έχει παρασχεθεί προς το σκοπό αυτόν ειδική άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι όροι για τη χορήγηση άδειας για την κατΆ επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
β. Η απαγόρευση του εδαφίου α΄ της παρούσας παραγράφου δεν καταλαμβάνει τη χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων με οποιονδήποτε τρόπο (περιλαμβανομένης της εκδόσεως πιστωτικών καρτών), εφόσον πρόκειται είτε περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων μεταξύ επιχειρήσεων συνδεδεμένων, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, είτε περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούνται από επιχειρήσεις προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών που διατίθενται από την ίδια την παρέχουσα την πίστωση ή το δάνειο επιχείρηση.
3. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει:
α) για την έκδοση τίτλων από το Ελληνικό Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα, εφόσον αυτό προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και
β) για τη λήψη μετρητών ή επιστρεπτέων κεφαλαίων από επιχειρήσεις που εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά την άσκηση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας που τους έχει παρασχεθεί, με βάση τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.
4. Για το ύψος του επιτοκίου και τον εν γένει εκτοκισμό, καθώς και τις λοιπές επιβαρύνσεις των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούνται από τις επιχειρήσεις παροχής πιστώσεων ή από άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην άδεια λειτουργίας που τους έχει χορηγηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ή από επιχειρήσεις, που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών με βάση το ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 219 Α΄/ 12.10.2000), όπως ισχύει, εφαρμόζεται η ισχύουσα για τα πιστωτικά ιδρύματα νομοθεσία.
5. Απαγορεύεται η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος από πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει αναφορικά με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που εξαιρούνται από διατάξεις του παρόντος νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 58 του παρόντος νόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΥΤΗΣ
Aρθρο 5
Όροι και προϋποθέσεις για την ίδρυση και λειτουργία πιστωτικού ιδρύματος
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας ή με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α΄), όπως ισχύει.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που ιδρύονται και λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν να έχουν και την πραγματική κεντρική διοίκησή τους στην Ελλάδα.
3. Ο πιστωτικός συνεταιρισμός που λαμβάνει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, συναλλάσσεται με τα μέλη του, με άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και με το Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που αυτή τυχόν θέτει κατά περίπτωση, ο συνεταιρισμός μπορεί να συναλλάσσεται και με μη μέλη του μέχρι ποσού που σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει ποσοστό 50% επί των χορηγήσεών του ή των καταθέσεών του.
Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που αυτή τυχόν θέτει, στον ανωτέρω περιορισμό δεν υπόκεινται οι συναλλαγές:
i) οποιασδήποτε φύσεως όταν συμμετέχει και μέλος του συνεταιρισμού, καθώς και
ii) αυτές που αφορούν δευτερεύουσες τραπεζικές εργασίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα.
4. Απαιτείται η κάλυψη αρχικού κεφαλαίου ίσου τουλάχιστον με τα ακόλουθα ποσά, για τη χορήγηση, κατά περίπτωση, από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας:
α) πιστωτικού ιδρύματος, με το ποσό των δεκαοκτώ εκατομμυρίων (18.000.000) ευρώ,
β) υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα, με το ποσό των εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) ευρώ,
γ) πιστωτικού ιδρύματος, σε πιστωτικό συνεταιρισμό, με το ποσό των έξι εκατομμυρίων (6.000.000) ευρώ.
5. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου όρια μπορεί να αναπροσαρμόζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σε ποσά όχι μικρότερα των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ.
6. α. Σε περίπτωση που το αρχικό κεφάλαιο δεν καλύπτεται ολοσχερώς με μετρητά, η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζει, με απόφασή της, κατά περίπτωση, τα λοιπά στοιχεία με τα οποία μπορεί αυτό να καλύπτεται και καθορίζει την απαιτούμενη αναλογία των μετρητών προς τα εν λόγω στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχύοντα κριτήρια για την επάρκεια της ρευστότητας και τη φερεγγυότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
β. Ειδικότερα στην περίπτωση μετατροπής λειτουργούντος νομικού προσώπου σε πιστωτικό ίδρυμα, ποσοστό τουλάχιστον 80% του ενεργητικού του υπό μετατροπή νομικού προσώπου θα πρέπει να είναι συνολικά τοποθετημένο σε μετρητά, καταθέσεις, τίτλους διαπραγματεύσιμους σε οργανωμένες αγορές και βραχυπρόθεσμα δάνεια ή λοιπές πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί με τραπεζικά κριτήρια.
7. Το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει καθΆ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του να μην είναι κατώτερο του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει με απόφασή της την προθεσμία εντός της οποίας τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν:
α) να αναπροσαρμόζουν τα ίδια κεφάλαιά τους προς το εκάστοτε απαιτούμενο ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο,
β) να επαναφέρουν τα ίδια κεφάλαιά τους, σε περίπτωση μείωσής τους, στο ύψος του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου.
Η ανωτέρω προθεσμία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες στην περίπτωση α΄ και τους δώδεκα (12) μήνες στην περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου.
9. Προκειμένου περί αύξησης των ιδίων κεφαλαίων λειτουργούντων πιστωτικών ιδρυμάτων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει ειδικούς όρους για τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.
10. Για τη λήψη άδειας λειτουργίας, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, οι ενδιαφερόμενοι προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες:
α. Υποβάλλουν σχετική αίτηση και, πριν από τη χορήγηση της άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος, προβαίνουν στην κάλυψη του αρχικού κεφαλαίου, όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.
Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για ίδρυση πολυμετοχικού πιστωτικού ιδρύματος, την αίτηση υποβάλλει δεόντως εξουσιοδοτημένη ιδρυτική επιτροπή, η οποία τηρεί τις ισχύουσες διατάξεις περί προσέλκυσης κεφαλαίων από επενδυτές και διαλύεται μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας σύστασης του νομικού προσώπου του πιστωτικού ιδρύματος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται να ζητά την κατάθεση, σε εύλογη προθεσμία από την υποβολή της αίτησης, ισόποσης με το μετοχικό κεφάλαιο του υπό ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος εγγυητικής επιστολής πιστωτικού ιδρύματος, που υπόκειται σε καθεστώς εποπτείας ισοδύναμο με το προβλεπόμενο στον παρόντα νόμο, η οποία θα καταπίπτει υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος, σε πίστωση λογαριασμού για την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου του υπό ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος σε περίπτωση που δεν καλυφθεί το μετοχικό κεφάλαιο μέχρι και την ημερομηνία κοινοποίησης της εγκριτικής απόφασης. Η εγγυητική επιστολή καλύπτει το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου του υπό ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ιδρυτών - μετόχων του, και επιστρέφεται ή μετά την κατά τα προαναφερθέντα κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου ή μετά την κοινοποίηση της τυχόν απορριπτικής απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος.
β. Γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα:
i) των μετόχων, φυσικών ή νομικών προσώπων, που θα κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ποσοστό συμμετοχής ή δικαιωμάτων ψήφου ίσο ή ανώτερο του 5% στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και το ποσοστό της συμμετοχής αυτής,
ii) των δέκα μεγαλύτερων μετόχων και το ποσοστό συμμετοχής ή των δικαιωμάτων ψήφου εκάστου στο πιστωτικό ίδρυμα και
iii) των φυσικών προσώπων που αν και δεν περιλαμβάνονται στα πρόσωπα των παραπάνω περιπτώσεων (i) και (ii) ασκούν, μέσω γραπτών ή άλλων συμφωνιών ή μέσω κοινής δράσης, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος.
γ. Γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος:
i) τα πρόσωπα που θα είναι υπεύθυνα για τον καθορισμό του προσανατολισμού της δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος και τα οποία θα συμμετέχουν, ως μέλη, στο Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος. Η ύπαρξη δύο, τουλάχιστον, προσώπων επιφορτισμένων με τις αρμοδιότητες αυτές αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας και για τη συνέχιση της λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος.
ii) τα λοιπά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και
iii) τους επικεφαλής των λειτουργιών του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις ισχύουσες αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος περί των Συστημάτων Εσωτερικού Ελέγχου των πιστωτικών ιδρυμάτων.
δ. Υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος πρόγραμμα επιχειρηματικής δραστηριότητας στο οποίο αναφέρονται ιδίως το είδος και η έκταση των εργασιών, το χρονοδιάγραμμα επίτευξης των στόχων του πιστωτικού ιδρύματος, η διάρθρωση του ομίλου στον οποίο τυχόν ανήκει το πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και το πλαίσιο της οργανωτικής του δομής, του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου, περιλαμβανομένων των λειτουργιών της Εσωτερικής Επιθεώρησης, Διαχείρισης Κινδύνων και Κανονιστικής Συμμόρφωσης, και των διαδικασιών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με το άρθρο 26 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να παρέχει και επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να καλύπτονται και οι εκάστοτε προβλεπόμενες υποχρεώσεις, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από πιστωτικά ιδρύματα.
11. Πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, αλλά και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται επίσης, για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας:
α) να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την προέλευση των χρηματικών μέσων των:
i) φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, συμμετοχή ή δικαιώματα ψήφου σε ποσοστό ανώτερο του 1% στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος,
ii) φυσικών προσώπων που εμπίπτουν στην περίπτωση (iii) του εδαφίου β΄ της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου ή που ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα νομικά πρόσωπα, τα οποία εμπίπτουν στις περιπτώσεις (i) και (ii) του εν λόγω εδαφίου,
iii) των προσώπων του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου·
β) να επιβάλλει στα νομικά πρόσωπα των περιπτώσεων (i) και (ii) του εδαφίου β΄ της παραγράφου 10 του παρόντος νόμου και της περίπτωσης (i) του εδαφίου α΄ της παρούσας παραγράφου την υποχρέωση να έχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου·
γ) να απαιτεί, όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα, που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος·
δ) να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής.
12. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης να καθορίζει για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων:
α) τα αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, καθώς και τις λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου,
β) τους ειδικότερους περιορισμούς και όρους ως προς τις δραστηριότητες ή τα καθήκοντα που τυχόν ανατίθενται σε σχέση με τη λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος στα φυσικά πρόσωπα, που αναφέρονται στα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 10 και στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου για την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση καταστάσεων σημαντικής σύγκρουσης συμφερόντων ή επιρροών, που αποβαίνουν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος,
γ) τους ειδικότερους περιορισμούς και όρους για τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος,
δ) τα κριτήρια βάσει των οποίων θεωρείται ότι φυσικά και νομικά πρόσωπα διατηρούν ειδική σχέση, άμεσα ή έμμεσα, με το πιστωτικό ίδρυμα,
ε) κατά παρέκκλιση από τις γενικώς ισχύουσες περί ανωνύμων εταιρειών διατάξεις, τις διαδικασίες, τα ανώτατα όρια και τους λοιπούς όρους των πάσης φύσεως δανείων, λοιπών πιστώσεων, εγγυήσεων, καθώς και συμμετοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων, στα πρόσωπα του εδαφίου δ΄ της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω συναλλαγές δεν διενεργούνται με προνομιακούς όρους σε σχέση με τους γενικούς όρους που το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει ή με τρόπο που μπορεί να αποβεί σε βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος και
στ) την υποχρέωση υποβολής αίτησης εισαγωγής των μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος σε οργανωμένη αγορά, για τη διασφάλιση μεγαλύτερης διασποράς, εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή το ελάχιστο διάστημα που απαιτείται από τις ισχύουσες διατάξεις για τη θεμελίωση δικαιώματος υποβολής αίτησης εισαγωγής μετοχών των επιχειρήσεων σε οργανωμένη αγορά.
13. α. Πριν από την οριστική της απόφαση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, η Τράπεζα της Ελλάδος διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους-μέλους, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εάν το πιστωτικό ίδρυμα, που πρόκειται να ιδρυθεί είναι:
i) θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, αντίστοιχα, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ή
ii) θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, αντίστοιχα, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ή
iii) ελεγχόμενο από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, αντίστοιχα, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος.
β. Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο εδάφιο α΄ της παρούσας παραγράφου διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν αξιολογούν την ποιότητα των μετόχων, καθώς και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης επιχείρησης του ίδιου ομίλου. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν οποιαδήποτε σημαντική πληροφορία σχετικά με την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και ικανότητα των διευθυντικών στελεχών, που είναι σχετική με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, καθώς και με τον έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας των επιχειρήσεων του ομίλου.
14. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και του άρθρου 24, σε περίπτωση που οι μέτοχοι είναι νομικά πρόσωπα, οι υποχρεώσεις γνωστοποίησης αφορούν τα φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, τα εν λόγω νομικά πρόσωπα. Για το σκοπό υπολογισμού της σχετικής συμμετοχής λαμβάνεται υπόψη και το άρθρο 10 του ν. 3556/2007.
Aρθρο 6
Χρήση του όρου «τράπεζα»
1. Η χρήση του όρου «τράπεζα» ή οποιασδήποτε ξενόγλωσσης απόδοσής του στην επωνυμία ή το διακριτικό τίτλο επιχείρησης επιτρέπεται μόνο σε πιστωτικά ιδρύματα, εκτός εάν το είδος της δραστηριότητας της επιχείρησης, όπως αυτή προκύπτει από το καταστατικό της και όπως πρέπει παράλληλα να υποδηλώνεται στην επωνυμία και στο διακριτικό τίτλο της επιχείρησης, αποκλείει τον κίνδυνο σύγχυσης του κοινού.
2. Οι αμιγείς πιστωτικοί συνεταιρισμοί, που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος ως πιστωτικά ιδρύματα, δύνανται να χρησιμοποιούν στην επωνυμία τους τον όρο «Συνεταιριστική Τράπεζα».
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος δύνανται να χρησιμοποιούν, για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στην Ελλάδα, την ίδια επωνυμία και τον ίδιο διακριτικό τίτλο, που χρησιμοποιούν στο κράτος καταγωγής τους. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να απαιτεί την προσθήκη στην επωνυμία ή στο διακριτικό τίτλο μιας επεξηγήσεως σε περίπτωση ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης.
Aρθρο 7
Λόγοι άρνησης χορήγησης άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος από την Τράπεζα της Ελλάδος
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, εάν:
α) κρίνει ότι τα πρόσωπα, που αναφέρονται στο εδάφιο β΄, στα στοιχεία (i) και (ii) του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 10, καθώς και στα στοιχεία (i) και (ii) του εδαφίου α΄ της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, δεν είναι αξιόπιστα ή εν γένει κατάλληλα να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση καταστάσεων σημαντικής σύγκρουσης συμφερόντων ή επιρροών, που αποβαίνουν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος,
β) κρίνει ειδικότερα ότι τα πρόσωπα, που αναφέρονται στα στοιχεία (i) και (ii) του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, και το Διοικητικό Συμβούλιο, ως σύνολο, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους κατάρτιση και εμπειρία, όπως η εμπειρία αυτή προκύπτει από προϋπηρεσία τους σε θέσεις ανάλογης ευθύνης, κατά προτίμηση σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα,
γ) διατηρεί αμφιβολίες για τη νομιμότητα προέλευσης, την αληθή κυριότητα ή για την επάρκεια των οικονομικών πόρων των μετόχων του εδαφίου β΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, και των φυσικών προσώπων που ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στα στοιχεία (i) και (ii) του ίδιου εδαφίου,
δ) κρίνει ότι η διάρθρωση του ομίλου των επιχειρήσεων που συνδέονται με το πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, δεν είναι ικανοποιητικά διαφανής, ώστε να διασφαλίζει την απρόσκοπτη άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων,
ε) δεν πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 του παρόντος νόμου,
στ) κρίνει ότι στενοί δεσμοί μεταξύ ενός υπό ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων ή νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής της Τράπεζας της Ελλάδος στον τομέα της εποπτείας.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεούται να εγκρίνει ή να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας λειτουργίας εντός εξαμήνου από τη λήψη της αίτησης ή, εάν αυτή δεν είναι πλήρης, εντός εξαμήνου από τη διαβίβαση υπό του αιτούντος των απαιτούμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος πληροφοριών. Απόφαση πάντως εκδίδεται εντός έτους από τη λήψη της αίτησης. Η απόφαση για την άρνηση χορήγησης άδειας λειτουργίας αιτιολογείται και κοινοποιείται στον αιτούντα. Η παράλειψη της Τράπεζας της Ελλάδος να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εντός της ανωτέρω προθεσμίας ισοδυναμεί με άρνηση χορήγησής της.
Aρθρο 8
Ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Το πιστωτικό ίδρυμα:
(i) δεν κάνει χρήση της άδειας μέσα σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών από τη χορήγησή της, εκτός αν η άδεια παρέχει μεγαλύτερη προθεσμία,
(ii) παραιτείται ρητώς από αυτήν,
(iii) έχει πάψει να ασκεί τη δραστηριότητά του για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών,
(iv) αδυνατεί ή αρνείται να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του,
(v) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
(vi) παραβαίνει διατάξεις νόμων σχετικών με την εποπτεία ή την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, σε βαθμό που είναι δυνατόν να τίθενται σε διακινδύνευση η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή εν γένει η επίτευξη των στόχων της ασκούμενης από την Τράπεζα της Ελλάδος εποπτείας.
β) Η άδεια λειτουργίας έχει χορηγηθεί με βάση ψευδείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές δηλώσεις.
γ) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια, δεν προσφέρει τα εχέγγυα ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως δεν διασφαλίζει τα επιστρεπτέα κεφάλαια που του έχουν εμπιστευθεί οι πιστωτές του.
δ) Δεν πληρούνται οι όροι υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας.
ε) Δημιουργούνται καταστάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου ή η διάρθρωση του ομίλου του πιστωτικού ιδρύματος έχει μεταβληθεί κατά τρόπο που να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ανακαλεί επίσης την άδεια πιστωτικού ιδρύματος στις περιπτώσεις που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος αιτιολογεί και κοινοποιεί στους ενδιαφερόμενους και στις αρμόδιες αρχές των κρατών, όπου το πιστωτικό ίδρυμα διατηρεί υποκαταστήματα, την απόφασή της για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος.
Aρθρο 9
Υποβολή αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας
Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατΆ εφαρμογή του παρόντος νόμου υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Aρθρο 10
Ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τραπεζών και του Συμβουλίου
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για:
α) κάθε χορηγούμενη άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος,
β) κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος,
γ) το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος νόμου ή των περιπτώσεων στις οποίες ελήφθησαν μέτρα ή κυρώσεις, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 65 του παρόντος νόμου,
δ) τη χρήση των διακριτικών ευχερειών, κατά τα προβλεπόμενα στις σχετικές διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει επίσης: α) την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών για όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων που χορηγούνται σε πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε τρίτη χώρα και
β) το Συμβούλιο για τις διαδικασίες που αποσκοπούν στην αποτροπή των πιστωτικών ιδρυμάτων από την υπέρβαση, μέσω εικονικών συναλλαγών, των ισχυόντων, με βάση αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ορίων για τα μεγάλα χρηματοδοτικά τους ανοίγματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
|ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ – ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ – ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ
Aρθρο 11
Δραστηριότητες πιστωτικών ιδρυμάτων
1. Ο κατάλογος δραστηριοτήτων για την εφαρμογή των άρθρων 12 έως 20 του παρόντος νόμου έχει ως εξής:
α. αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων·
β. χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων συμπεριλαμβανομένων και των πράξεων πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων·
γ. χρηματοδοτική μίσθωση (leasing)·
δ. πράξεις διενέργειας πληρωμών, περιλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων·
ε. έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής (πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, ταξιδιωτικών και τραπεζικών επιταγών)·
στ. εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων·
ζ. συναλλαγές για λογαριασμό του ίδιου του ιδρύματος ή της πελατείας του, που αφορούν:
i. μέσα χρηματαγοράς (αξιόγραφα, πιστοποιητικά καταθέσεων κ.λπ.),
ii. συνάλλαγμα,
iii. προθεσμιακά συμβόλαια χρηματοπιστωτικών τίτλων ή χρηματοπιστωτικά δικαιώματα,
iv. συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων και συναλλάγματος,
v. κινητές αξίες.
η. συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών περιλαμβανομένων ειδικότερα και των υπηρεσιών αναδόχου εκδόσεων τίτλων·
θ. παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα παροχής συμβουλών, καθώς και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων·
ι. διαμεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές·
ια. διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου·
ιβ. φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών·
ιγ. συλλογή και επεξεργασία εμπορικών πληροφοριών, περιλαμβανομένων και των υπηρεσιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πελατών·
ιδ. εκμίσθωση θυρίδων·
ιε. έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος·
ιστ. οι δραστηριότητες, πέραν των προαναφερθεισών, που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄), όπως ισχύει.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, εκτός από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δραστηριότητες, να επιτρέπει σε πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον καλύπτονται οι σχετικοί κίνδυνοι, την άσκηση και λοιπών χρηματοπιστωτικών ή δευτερευουσών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται για το σκοπό αυτόν να καθορίζει, γενικώς ή κατά περίπτωση, και άλλα κριτήρια, καθώς και ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις.
Aρθρο 12
Ίδρυση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη-μέλη από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα
1. Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει στην Ελλάδα, μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου σε άλλα κράτη-μέλη, μέσω υποκαταστήματος, εφόσον αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του και τηρείται η διαδικασία των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος άρθρου.
2. Το πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος-μέλος προβαίνει σε σχετική γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος. Η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει:
α) το κράτος-μέλος στο οποίο πρόκειται να ιδρυθεί το υποκατάστημα,
β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται ιδίως το είδος των εργασιών τις οποίες προτίθεται να ασκήσει το υποκατάστημα και η οργανωτική του δομή που καλύπτει και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων,
γ) τη διεύθυνση του υποκαταστήματος στο κράτος-μέλος υποδοχής, στην οποία μπορεί να ζητούνται έγγραφα στοιχεία,
δ) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διεύθυνση του υποκαταστήματος.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα σε τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση των πληροφοριών και των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου τα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής και ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί, επίσης, στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος.
5. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος έχει λόγους να αμφιβάλλει ως προς την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος που σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος-μέλος, είτε περιορίζει τις προτεινόμενες δραστηριότητες του εν λόγω υποκαταστήματος είτε αρνείται να κοινοποιήσει στις αρμόδιες αρχές του κράτους υποδοχής τις πληροφορίες των παραγράφων 2 και 4 του παρόντος άρθρου και γνωστοποιεί τους λόγους στο ενδιαφερόμενο ίδρυμα μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών των παραγράφων 2 και 4 του παρόντος άρθρου. Η παράλειψη απάντησης εντός της προθεσμίας αυτής ισοδυναμεί με άρνηση.
6. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να κοινοποιήσει εγγράφως τη μεταβολή στην Τράπεζα της Ελλάδος τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν γίνει η μεταβολή αυτή, έτσι ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος να μπορεί να ενεργήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
7. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η εν γένει διαδικασία για την ίδρυση νέων υποκαταστημάτων στην Ελλάδα από τα πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από αυτή.
Aρθρο 13
Ίδρυση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη
1. Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει σε άλλο κράτος-μέλος, μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που προβλέπονται στην παραγράφο 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου μέσω υποκαταστήματος στην Ελλάδα, εφόσον οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στο κράτος-μέλος καταγωγής και υπό την προϋπόθεση της κοινοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 12 του παρόντος νόμου, καθώς και αναλυτικών πληροφοριών ως προς το σύστημα εγγύησης καταθέσεων που λειτουργεί στο κράτος-μέλος καταγωγής. Μέχρι την εναρμόνιση των σχετικών διατάξεων σε κοινοτικό επίπεδο η προϋπόθεση της κοινοποίησης πληροφοριών ως προς το σύστημα εγγύησης καταθέσεων ισχύει για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, μόνον εφόσον υπάρχει σχετική κάλυψη στο κράτος-μέλος καταγωγής τους.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, περισσότερες της μιας μονάδες εκμετάλλευσης, που λειτουργούν στην Ελλάδα, θεωρούνται ως ένα μόνον υποκατάστημα.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης της προηγούμενης παραγράφου, οργανώνει την εποπτεία του υποκαταστήματος σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στα άρθρα 21 και 65 του παρόντος νόμου και, αν το κρίνει αναγκαίο, κοινοποιεί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού πρέπει να ασκούνται στην Ελλάδα για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος νόμου.
3. Το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα μόλις λάβει σχετική κοινοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος, ή, σε περίπτωση μη απάντησης εκ μέρους της, μόλις λήξει η δίμηνη προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου.
4. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του παρόντος νόμου ή που αφορούν τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το πιστωτικό ίδρυμα κοινοποιεί εγγράφως αυτήν τη μεταβολή στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν την επέλευσή της, ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος να προβεί στις ενέργειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
Aρθρο 14
Παροχή υπηρεσιών, με ή χωρίς εγκατάσταση, σε τρίτες χώρες από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα - Παροχή υπηρεσιών, με ή χωρίς εγκατάσταση, στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε τρίτες χώρες
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει για τη χορήγηση άδειας σε πιστωτικά ιδρύματα, που εδρεύουν στην Ελλάδα, προκειμένου να ιδρύσουν υποκατάστημα σε τρίτες χώρες.
2. Για την ίδρυση και λειτουργία στην Ελλάδα υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα, η άδεια χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας και υπό την επιφύλαξη των συμφωνιών που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση την παράγραφο 3 του άρθρου 38 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Πριν από την έναρξη λειτουργίας του πρώτου υποκαταστήματος υφίσταται προικώο κεφάλαιο, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 5, που θα επέχει θέση ιδίων κεφαλαίων για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος στην Ελλάδα. Τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων του υποκαταστήματος καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
β) Το πιστωτικό ίδρυμα υποβάλλει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που ζητούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου αυτή να διαμορφώσει σαφή εικόνα για τη δραστηριότητά του στο πλαίσιο άσκησης της εποπτικής της αρμοδιότητας.
3. Για την ίδρυση στην Ελλάδα περισσότερων υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του παρόντος νόμου.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες όταν δεν εκπληρώνονται πλέον οι όροι της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια αυτή, ή συντρέχει οποιοσδήποτε από τους όρους των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου και ιδιαίτερα όταν έχει ανακληθεί η άδεια του πιστωτικού ιδρύματος από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας.
5. α) Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει στην Ελλάδα και επιθυμεί να παρέχει σε τρίτη χώρα, χωρίς εγκατάσταση, μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί την πρόθεσή του αυτή στην Τράπεζα της Ελλάδος.
β) Για την παροχή από πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει σε τρίτη χώρα, μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου στην Ελλάδα, χωρίς εγκατάσταση, απαιτείται προηγούμενη άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος με την οποία καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις άσκησης της δραστηριότητας, λαμβανομένου υπόψη του ισχύοντος καθεστώτος εποπτείας στη τρίτη χώρα. Η εν λόγω άδεια χορηγείται, με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας, υπό την επιφύλαξη των συμφωνιών που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση την παράγραφο 3 του άρθρου 38 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.
6. Το καθεστώς της παροχής υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να είναι ευνοϊκότερο από το αντίστοιχο των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν και λειτουργούν σε άλλο κράτος-μέλος και ασκούν δραστηριότητα με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα.
7. Η κατά το άρθρο αυτό άσκηση δραστηριοτήτων στην Ελλάδα πραγματοποιείται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 16 του παρόντος νόμου.
Aρθρο 15
Παροχή υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλο κράτος-μέλος - Παροχή υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση σε άλλο κράτος-μέλος από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα
1. Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει στην Ελλάδα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες για πρώτη φορά σε άλλο κράτος-μέλος χωρίς να εγκατασταθεί σε αυτό, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος εκείνες από τις δραστηριότητες, που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου, τις οποίες προτίθεται να ασκήσει.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής τη γνωστοποίηση της προηγούμενης παραγράφου μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την παραλαβή της.
3. Για την παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από πιστωτικό ίδρυμα άλλου κράτους-μέλους για πρώτη φορά πρέπει προηγουμένως να έχει κοινοποιηθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος η αντίστοιχη γνωστοποίηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
4. Η κατά το παρόν άρθρο άσκηση δραστηριοτήτων στην Ελλάδα επιτρέπεται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 16 του παρόντος νόμου.
Aρθρο 16
Λόγοι δημοσίου συμφέροντος
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη ή σε τρίτες χώρες και ασκούν δραστηριότητες του καταλόγου της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου, είτε μέσω υποκαταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα, επιτρέπεται να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές με τον ίδιο τρόπο που τις ασκούν στη χώρα καταγωγής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν τις διατάξεις, οι οποίες, στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί πιστωτικών ιδρυμάτων, κεφαλαιαγοράς και προστασίας του καταναλωτή, αποβλέπουν στην προστασία των επενδυτών και καταναλωτών τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών ή άλλες διατάξεις δημοσίου συμφέροντος.
2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα επιτρέπεται να διαφημίζουν τις παρεχόμενες από αυτά υπηρεσίες, υποκείμενα στις ισχύουσες στην Ελλάδα διατάξεις, που διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω διαφήμισης με σκοπό την επαρκή και ορθή πληροφόρηση του κοινού, περιλαμβανομένης της διάταξης της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της για τον έλεγχο της διαφάνειας των διαδικασιών και των όρων συναλλαγών των εποπτευόμενων από αυτήν προσώπων, μπορεί να απαιτεί την προσαρμογή του περιεχομένου των διαφημίσεών τους.
Aρθρο 17
Ίδρυση Γραφείων Αντιπροσωπείας πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα
Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει με αποφάσεις της τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας Γραφείων Αντιπροσωπείας πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, καθώς και τα της ανάκλησης της άδειάς τους, κατΆ αναλογία με τα ισχύοντα για την ίδρυση και λειτουργία υποκαταστημάτων.
Aρθρο 18
Παροχή υπηρεσιών, με ή χωρίς εγκατάσταση, στην Ελλάδα από χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλο κράτος-μέλος και είναι θυγατρικές επιχειρήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων
1. Χρηματοδοτικό ίδρυμα, που εδρεύει σε άλλο κράτος-μέλος και είναι θυγατρική ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων, επιτρέπεται να ασκεί στην Ελλάδα οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες του καταλόγου των στοιχείων β΄ έως ιβ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου, είτε μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα είτε με τη μορφή παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 13 και της παραγράφου 3 του άρθρου 15 και υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 16, 21 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2 και 65 του παρόντος νόμου, εφόσον το καταστατικό του επιτρέπει την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών και επιπλέον πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
α) Η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα στο κράτος-μέλος στο οποίο εδρεύει το χρηματοδοτικό ίδρυμα.
β) Οι ανωτέρω δραστηριότητες ασκούνται ήδη από το χρηματοδοτικό ίδρυμα στο εν λόγω κράτος-μέλος.
γ) Η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις κατέχουν τουλάχιστον το 90% των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την κατοχή μετοχών ή μεριδίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος.
δ) Η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις, μετά από προηγούμενη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους καταγωγής, δηλώνουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ότι ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το χρηματοδοτικό ίδρυμα.
ε) Το χρηματοδοτικό ίδρυμα υπάγεται, ιδίως ως προς τις δραστηριότητες του παρόντος άρθρου, στο καθεστώς εποπτείας σε ενοποιημένη βάση στο οποίο υπόκειται η μητρική του επιχείρηση ή καθεμία από τις μητρικές επιχειρήσεις, με βάση τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους-μέλους καταγωγής, ιδίως σε σχέση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και με τον περιορισμό των ειδικών συμμετοχών σε επιχειρήσεις, κατά τα προβλεπόμενα από την κοινοτική νομοθεσία.
2. α) Η εκπλήρωση των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να επαληθεύεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής, οι οποίες χορηγούν στο χρηματοδοτικό ίδρυμα σχετικό πιστοποιητικό που πρέπει να επισυνάπτεται στις γνωστοποιήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ενημερώνουν επίσης την Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση τη διαδικασία του άρθρου 13 και της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου, για την παύση της ισχύος οποιασδήποτε από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για το ύψος των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος και των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος που είναι μητρική ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι μητρικές του επιχειρήσεις.
β) Στην περίπτωση που παύει να ισχύει οποιαδήποτε από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, η δυνατότητα και οι όροι υπό τους οποίους το χρηματοδοτικό ίδρυμα θα συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του καθορίζονται σύμφωνα με την ισχύουσα στην Ελλάδα νομοθεσία.
3. Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και στις θυγατρικές επιχειρήσεις ενός χρηματοδοτικού ιδρύματος, εφόσον αυτές οι θυγατρικές είναι επίσης χρηματοδοτικά ιδρύματα.
Aρθρο 19
Παροχή υπηρεσιών, με ή χωρίς εγκατάσταση, σε άλλα κράτη-μέλη από χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα
1. Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα και εποπτεύονται, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, από την Τράπεζα της Ελλάδος ιδίως όσον αφορά την τήρηση ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων άνω του ποσού των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, την απόκτηση «ειδικών συμμετοχών» στο κεφά-λαιό τους, την υιοθέτηση άρτιου και αποτελεσματικού πλαισίου διακυβέρνησης, κατΆ αναλογία με τα ισχύοντα για τα πιστωτικά ιδρύματα, με βάση τον παρόντα νόμο, επιτρέπεται να ασκούν τις δραστηριότητές τους σε άλλο κράτος-μέλος είτε μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος είτε με τη μορφή παροχής υπηρεσιών, εφόσον:
α) Συντρέχουν, εφαρμοζομένων αναλόγως των σχετικών διατάξεων, οι ειδικότερες προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του παρόντος νόμου. Ειδικότερα για την ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του εδαφίου δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του παρόντος νόμου απαιτείται προηγούμενη συγκατάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάληψη από τα πιστωτικά ιδρύματα, που αποτελούν τη μητρική ή τις μητρικές επιχειρήσεις του χρηματοδοτικού ιδρύματος, της ευθύνης για την κάλυψη του συνόλου των υποχρεώσεων που αυτό αναλαμβάνει.
β) Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 12 του παρόντος νόμου, προκειμένου περί εγκατάστασης μέσω υποκαταστήματος ή το είδος της δραστηριότητας που προτίθενται να ασκήσουν για πρώτη φορά, στο συγκεκριμένο κράτος - μέλος, προκειμένου περί παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος επαληθεύει τη συνδρομή των προϋποθέσεων του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και χορηγεί στα χρηματοδοτικά ιδρύματα πιστοποιητικό, στο οποίο επισυνάπτονται: (i) οι πληροφορίες του εδαφίου β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και (ii) η κοινοποίηση του ύψους των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος και των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων και ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων του πιστωτικού ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι η μητρική ή οι μητρικές του επιχειρήσεις.
Όσον αφορά τη γνωστοποίηση της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος στο χρηματοδοτικό ίδρυμα, τη διαδικασία εγκατάστασης και τη μεταβολή των πληροφοριών του εδαφίου β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 3, 5 και 6 του άρθρου 12 και της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου.
3. Στην περίπτωση που παύει να ισχύει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους ή των κρατών-μελών, στα οποία το χρηματοδοτικό ίδρυμα ασκεί τις δραστηριότητές του και η δραστηριότητα που ασκεί υπόκειται στο εξής στη νομοθεσία του κράτους-μέλους υποδοχής.
4. Για την εποπτεία των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 22, 25 παρ. 1 και 60 του παρόντος νόμου.
Aρθρο 20
Παροχή υπηρεσιών, με ή χωρίς εγκατάσταση, στην Ελλάδα ή την αλλοδαπή από χρηματοδοτικά ιδρύματα που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 18 και 19 του παρόντος νόμου
1. Χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε τρίτη χώρα ή σε άλλο κράτος-μέλος, αλλά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18 του παρόντος νόμου, επιτρέπεται να παρέχουν στην Ελλάδα τις υπηρεσίες των στοιχείων β΄ έως στ΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου, μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος ή χωρίς εγκατάσταση μετά από άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται:
α) να καθορίζει, κατά περίπτωση, τα απαιτούμενα στοιχεία, τους όρους και προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, περιλαμβανομένου του ελάχιστου ύψους του ποσού που θα επέχει θέση ιδίων κεφαλαίων για την εγκατάσταση του χρηματοδοτικού ιδρύματος στην Ελλάδα,
β) να καθορίζει ειδικότερους εποπτικούς κανόνες ή προϋποθέσεις, κατά περίπτωση, για την άσκηση της δραστηριότητάς του στην Ελλάδα λαμβανομένου υπόψη του ισχύοντος εποπτικού πλαισίου στη χώρα έδρας,
γ) να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας και να λαμβάνει μέτρα ή να επιβάλλει κυρώσεις, αντιστοίχως, προς τα ισχύοντα για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα.
3. Κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα και εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί σε αυτήν εκείνες από τις δραστηριότητες των στοιχείων β΄ έως στ΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου, που προτίθεται να παρέχει με ή χωρίς εγκατάσταση σε τρίτη χώρα. Για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος αλλά δεν εμπίπτουν στο άρθρο 19 του παρόντος νόμου η εν λόγω υποχρέωση γνωστοποίησης ισχύει και για την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος-μέλος.
4. Κάθε άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό χορηγείται με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας και υπό την επιφύλαξη των συμφωνιών που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση την παράγραφο 3 του άρθρου 38 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.
5. Το καθεστώς της παροχής υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες δεν θα είναι σε καμία περίπτωση ευνοϊκότερο από το αντίστοιχο των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτος-μέλος και ασκούν δραστηριότητα με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα.
6. Για την άσκηση δραστηριοτήτων στην Ελλάδα ισχύουν αναλόγως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16 του παρόντος νόμου.
Aρθρο 21
Αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος για την άσκηση εποπτείας ως αρμόδιας αρχής της χώρας υποδοχής
1. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει τη ρευστότητα των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών αυτών, καθώς και των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες.
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει για το σκοπό της παρούσας παραγράφου κανόνες γενικής εφαρμογής, με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν προβλέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση σε βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη και λειτουργούν στην Ελλάδα.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αίρει, κατά περίπτωση, την υποχρέωση τήρησης ορισμένων ή όλων των προαναφερθέντων κανόνων, προκειμένου περί υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη ή σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεσμεύεται έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος ότι θα καλύπτει διαρκώς με ισοδύναμο τρόπο τις ανάγκες ρευστότητας των υποκαταστημάτων του στην Ελλάδα.
2. Για την άσκηση των πιο πάνω αρμοδιοτήτων της, η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη ή τρίτες χώρες τις ίδιες πληροφορίες και τα ίδια στοιχεία με αυτά που απαιτεί για το σκοπό αυτόν από τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα.
Επίσης για στατιστικούς σκοπούς η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να απαιτεί την υποβολή περιοδικών εκθέσεων για τις πράξεις που πραγματοποιούν στην Ελλάδα τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη ή τρίτες χώρες.
Aρθρο 22
Συνεργασία των αρμόδιων αρχών των κρατών - μελών - Επιτόπιοι έλεγχοι
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών όπου εδρεύουν πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην εποπτεία τους και διατηρούν υποκαταστήματα στην Ελλάδα, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών όπου τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα διατηρούν υποκαταστήματα. Επίσης, κοινοποιεί στις εν λόγω αρμόδιες αρχές όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τη διεύθυνση, διαχείριση και ιδιοκτησία, που δύνανται να διευκολύνουν την εκ μέρους τους ασκούμενη εποπτεία, την εξέταση της εκπλήρωσης των όρων υπό τους οποίους παρασχέθηκε η άδεια λειτουργίας των υποκαταστημάτων, καθώς και τον εν γένει έλεγχο, ιδίως ως προς τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση καταθέσεων, τη συγκέντρωση κινδύνων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.
2. Μετά από προηγούμενη σχετική ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών που έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν πιστωτικό ίδρυμα, που παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος νόμου, να προβαίνουν είτε οι ίδιες είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτές προσώπων σε επιτόπιο έλεγχο για επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων και πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Η κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών επιτρέπεται κατά τους όρους του άρθρου 60 του παρόντος νόμου.
Για τον επιτόπιο έλεγχο των υποκαταστημάτων μπορεί επίσης να ακολουθηθεί μια από τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 48 του παρόντος νόμου.
3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν το δικαίωμα της Τράπεζας της Ελλάδος να διενεργεί, υπό την ιδιότητα της εποπτικής αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής, επιτόπιους ελέγχους στα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος νόμου.
4. Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Τράπεζα της Ελλάδος ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών, δυνάμει του παρόντος νόμου και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας περί άσκησης της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή άλλο απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΕΙΔΙΚΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΣΕ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ
Aρθρο 23
Ειδικές συμμετοχές πιστωτικών ιδρυμάτων σε άλλες επιχειρήσεις
1. Απαγορεύεται στα πιστωτικά ιδρύματα να κατέχουν σε επιχείρηση ειδική συμμετοχή μεγαλύτερη του 15% των ιδίων κεφαλαίων τους.
2. Το σύνολο των ειδικών συμμετοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων σε επιχειρήσεις δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 60% των ιδίων κεφαλαίων τους.
3. Οι ειδικές συμμετοχές των πιστωτικών ιδρυμάτων σε: (i) πιστωτικά ιδρύματα, (ii) χρηματοδοτικά ιδρύματα, (iii) ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, (iv) επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και (v) επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα αποτελεί άμεση προέκταση της τραπεζικής δραστηριότητας ή αφορά δευτερεύουσες υπηρεσίες της (όπως διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής ή άλλη παρόμοια δραστηριότητα) δεν υπόκεινται στα όρια των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Η Τράπεζα της Ελλάδος, όμως, δικαιούται να καθορίζει ότι για την πραγματοποίησή τους απαιτείται, κατά περίπτωση, η προηγούμενη έγκρισή της.
4. Κατά τον υπολογισμό των ορίων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν συμπεριλαμβάνονται οι μετοχές ή τα μερίδια:
α) που κατέχονται από το πιστωτικό ίδρυμα στο πλαίσιο χρηματοδοτικής ενίσχυσης ή στήριξης που αποσκοπεί στην εξυγίανση ή τη διάσωση μιας επιχείρησης για χρονικό διάστημα μέχρι ενός (1) έτους, με ευχέρεια παράτασης ενός (1) ακόμη έτους με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,
β) που κατέχονται από το πιστωτικό ίδρυμα λόγω παροχής υπηρεσιών αναδόχου εκδόσεως τίτλων (underwriting) και για χρονικό διάστημα μέχρι έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήξης της περιόδου διάθεσης των τίτλων,
γ) που κατέχονται στο όνομα του πιστωτικού ιδρύματος αλλά για λογαριασμό τρίτου,
δ) που εντάσσονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 21 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996, όπως ισχύει.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιτρέπει την υπέρβαση των ορίων που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και την παράταση της προθεσμίας που αναφέρεται στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μέχρι χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών. Στην περίπτωση αυτή η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί είτε την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος είτε τη λήψη άλλων μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης να επιτρέπει, κατΆ εξαίρεση, την υπέρβαση των ορίων που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και πέραν του χρονικού διαστήματος που ορίζεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό κατά το οποίο οι ειδικές συμμετοχές υπερβαίνουν το ατομικό ή και το συνολικό όριο καλύπτονται κατά 100% από ίδια κεφάλαια, τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Σε περίπτωση που υπάρχει υπέρβαση σε σχέση και με τα δύο προαναφερθέντα όρια, το ποσό που πρέπει να καλύπτεται με ίδια κεφάλαια είναι αυτό που αντιστοιχεί στη μεγαλύτερη υπέρβαση.
7. Η τήρηση των ορίων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου αποτελεί αντικείμενο εποπτείας και ελέγχου σε ατομική και ενοποιημένη βάση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 30 και 35 του παρόντος νόμου.
Aρθρο 24
Συμμετοχές σε πιστωτικά ιδρύματα
1. α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο σκοπεύει να αποκτήσει ή να παύσει να κατέχει συμμετοχή που αντιπροσωπεύει, άμεσα ή έμμεσα, ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου πιστωτικού ιδρύματος, που εδρεύει στην Ελλάδα, ενημερώνει προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος και της γνωστοποιεί το ποσοστό της νέας συμμετοχής.
β) Η υποχρέωση του εδαφίου α΄ της παρούσας παραγράφου ισχύει επίσης όταν:
i) ήδη υφιστάμενη συμμετοχή αυξάνεται ή μειώνεται ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει ένα πρόσωπο, άμεσα ή έμμεσα, να οδηγεί στην κατοχή ή παύση κατοχής ενός από τα όρια του 5%, του 10%, του 20%, του 33% ή του 50% του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου, ή
ii) φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκτά ή παύει να έχει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια της παραγράφου 12 του άρθρου 2.
2. Εφόσον τις συμμετοχές της πιο πάνω παραγράφου προτίθενται να πραγματοποιήσουν νομικά πρόσωπα, αυτά γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που, άμεσα ή έμμεσα, τα ελέγχουν, καθώς και κάθε μεταγενέστερη μεταβολή. Αντίστοιχη υποχρέωση γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος υπέχουν και τα φυσικά πρόσωπα που αποκτούν τον έλεγχο του εν λόγω νομικού προσώπου ή παύουν να το ελέγχουν.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, για την αποτελεσματικότερη επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας, δικαιούται να ζητά από τα νομικά πρόσωπα που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου συμμόρφωση προς τα προβλεπόμενα στα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου.
4. Για το σκοπό υπολογισμού της συμμετοχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου λαμβάνεται υπόψη και το άρθρο 10 του ν. 3556/2007 (ΦΕΚ 91 Α΄).
5. Εντός τριών (3) μηνών από τη σύμφωνα με τα προαναφερθέντα γνωστοποίηση περί απόκτησης ή αύξησης συμμετοχής, η Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεούται είτε να εγκρίνει τη συμμετοχή είτε να αντιταχθεί σε αυτή με αιτιολογημένη απόφασή της, εφόσον δεν έχει πειστεί ότι τα πρόσωπα που προτίθενται να την πραγματοποιήσουν, περιλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων που ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, τα συμμετέχοντα νομικά πρόσωπα, είναι κατάλληλα για να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος. Για το σκοπό αυτόν, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ζητά από τα πρόσωπα που αφορά η κατά την παρούσα παράγραφο αξιολόγηση τα κατά την κρίση της απαιτούμενα στοιχεία και πληροφορίες. Η έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την απόκτηση ή αύξηση της συμμετοχής.
6. α) Σε περίπτωση θανάτου προσώπου που είναι κάτοχος συμμετοχής άνω του 5% η ως άνω υποχρέωση ενημέρωσης επιτρέπεται να εκπληρωθεί από τους κληρονόμους του εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τριών (3) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης.
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται, εφόσον κρίνει ότι οι κληρονόμοι δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, να επιβάλει τις κυρώσεις του στοιχείου (ii) του εδαφίου α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 64 του παρόντος νόμου.
7. Στην περίπτωση που αποκτάται ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα από:
i) άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ή
ii) μητρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ή
iii) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος,
και εάν, λόγω αυτής της απόκτησης, το πιστωτικό ίδρυμα θα καταστεί θυγατρική του προτιθέμενου να αποκτήσει τη συμμετοχή ή θα περιέλθει υπό τον έλεγχό του, η αξιολόγηση της απόκτησης της συμμετοχής υπόκειται στη διαδικασία της προηγούμενης διαβούλευσης που προβλέπεται στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 13 του άρθρου 5 και στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του παρόντος νόμου.
8. Με την επιφύλαξη υποχρεώσεων που προκύπτουν από διεθνείς συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τρίτες χώρες, οι οποίες διέπουν την ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος από νομικά ή φυσικά πρόσωπα κατοίκους των χωρών αυτών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αντιτάσσεται στην απόκτηση συμμετοχών από νομικά ή φυσικά πρόσωπα κατοίκους τρίτων χωρών στο μετοχικό κεφάλαιο πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ελλάδα.
9. Πέραν των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι κάτοχοι ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιούν εκ των προτέρων στην Τράπεζα της Ελλάδος κάθε αύξηση που υπερβαίνει την υφιστάμενη συμμετοχή τους κατά ποσό που αντιστοιχεί σε πέντε (5) ποσοστιαίες μονάδες του μετοχικού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος της συμμετοχής τους που έχει γνωστοποιηθεί προηγουμένως. Η υποχρέωση αυτή ισχύει μέχρι η συνολική συμμετοχή να φτάσει το όριο του 33%.
10. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, μέχρι την 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα των μετόχων που κατέχουν συμμετοχή άνω του 1%, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους, δυνάμει ιδίως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στις εταιρείες, οι μετοχές των οποίων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά.
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την απόκτηση ή εκχώρηση συμμετοχών στο κεφάλαιό τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων που αναφέρονται στα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 10 και στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων.
11. α) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί συμμετοχή ή αυξηθεί υφιστάμενη συμμετοχή χωρίς να προηγηθεί η απαιτούμενη, βάσει του παρόντος άρθρου, γνωστοποίηση ή έγκρισή της από την Τράπεζα της Ελλάδος, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή. Επιπλέον η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει τις κυρώσεις, που προβλέπονται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 64 του παρόντος νόμου, διαζευκτικά ή σωρευτικά.
β) Σε περίπτωση, επίσης, που:
i) δεν πραγματοποιηθεί γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος, περί της αλλαγής της ταυτότητας φυσικού προσώπου που ελέγχει νομικό πρόσωπο κάτοχο συμμετοχής μεγαλύτερης του 5%, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ή
ii) δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου,
παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλει στα φυσικά πρόσωπα που αφορά η σχετική παράλειψη ή η μη συμμόρφωση τις κυρώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 64 του παρόντος νόμου.
12. Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται να ζητά από τα πιστωτικά ιδρύματα τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους, που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου του πιστωτικού ιδρύματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Aρθρο 25
Περιεχόμενο και μέσα άσκησης της εποπτείας από την Τράπεζα της Ελλάδος
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την εποπτεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου:
α) επί των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων τους στην αλλοδαπή σε ατομική βάση και σε ενοποιημένη βάση,
β) επί των εγκατεστημένων στην Ελλάδα υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 21 του παρόντος νόμου, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. υπάγονται στην εποπτεία των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους καταγωγής.
3. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας και των διατάξεων του Καταστατικού της, η εποπτεία που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά στη φερεγγυότητα, τη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και την εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως μέσω της αποφυγής συγκέντρωσης κινδύνων και της διασφάλισης της συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 26, 27, 28 και 29 του παρόντος νόμου.
4. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες ή να λαμβάνει μέτρα, γενικά ή ειδικά, κατά πιστωτικό ίδρυμα, και να προβαίνει στην αξιολόγηση, καθώς και τη διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γραπτών επεξηγήσεων, εφόσον ζητηθεί, καθώς και μέσω της διενέργειας εκ μέρους της επιτόπιων ελέγχων.
5. Στο πλαίσιο των προβλεπομένων στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ιδίως τις ακόλουθες επί μέρους αρμοδιότητες:
α) Αξιολογεί: i) τις στρατηγικές, τις εσωτερικές ρυθμίσεις τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα, θεσπίζοντας τα απαιτούμενα κριτήρια, με στόχο τη διασφάλιση της συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου και ii) τους κινδύνους τους οποίους τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν.
Η εξέταση και η αξιολόγηση, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο, πραγματοποιούνται κατά το εύρος και με τη συχνότητα που απαιτείται προκειμένου να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση από την Τράπεζα της Ελλάδος του βαθμού κατά τον οποίο οι στρατηγικές, οι εσωτερικές ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους διασφαλίζουν την ορθολογική διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων που αυτά αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, περιλαμβανομένου του κινδύνου επιτοκίου από τις δραστηριότητες που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Η κατά τα ανωτέρω εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιούνται σε ετήσια, τουλάχιστον, βάση και για τον προσδιορισμό του εύρους τους λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος, η συστημική σπουδαιότητα, η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του κάθε πιστωτικού ιδρύματος, με βάση την αρχή της αναλογικότητας.
β) Καθορίζει τα κριτήρια και τις εν γένει υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά τη δημοσιοποίηση εκ μέρους τους ή και την παράλειψη της δημοσιοποίησης στοιχείων πληροφοριών, με βάση το άρθρο 29 του παρόντος νόμου και επιπλέον δύναται να καθορίζει:
i) περισσότερα στοιχεία για δημοσιοποίηση και μεγαλύτερη συχνότητα για μια ή περισσότερες από τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται κατΆ εφαρμογή της ανωτέρω περιπτώσεως (i),
ii) προθεσμίες δημοσιοποίησης,
iii) μέσα και τόπους δημοσιοποίησης, διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν για τις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων,
iv) τη χρησιμοποίηση ειδικών μέσων επαλήθευσης για τις δημοσιοποιήσεις που δεν καλύπτονται από τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων, που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και
vi) τις δημοσιοποιήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων που πραγματοποιούνται δυνάμει άλλων διατάξεων της νομοθεσίας, τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες προς τις απαιτούμενες κατΆ εφαρμογή της περίπτωσης (i) του παρόντος εδαφίου.
γ) Καθορίζει τα κριτήρια:
i) Για την αναγνώριση των εξωτερικών οργανισμών πιστοληπτικής αξιολόγησης ως επιλέξιμων, ανεξαρτήτως της χώρας έδρας τους, για τους σκοπούς εφαρμογής των αποφάσεών της περί των «Σταθμισμένων κατά Κίνδυνο Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων, σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση», ώστε να διασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία αξιολόγησης που εφαρμόζουν πληροί τις προϋποθέσεις αντικειμενικότητας, ανεξαρτησίας και διαφάνειας, υπόκειται σε διαρκή αναθεώρηση για ενδεχόμενη αναπροσαρμογή της, καθώς και ότι η εκάστοτε προκύπτουσα αξιολόγηση είναι αξιόπιστη και διενεργείται με διαφανή τρόπο.
ii) Για τον προσδιορισμό με αντικειμενικό και συνεπή τρόπο των βαθμίδων πιστωτικής ποιότητας που καθορίζονται με βάση την αναφερόμενη στην πιο πάνω περίπτωση (i) απόφασή της, με τις οποίες πρέπει να αντιστοιχίζεται κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση που πραγματοποιείται από επιλέξιμο εξωτερικό οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης.
δ) Δύναται να αναγνωρίζει, χωρίς να προβεί ή ίδια, κατά περίπτωση, σε αξιολόγηση ή αντιστοίχιση:
i) έναν εξωτερικό οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης ως επιλέξιμο σύμφωνα με την περίπτωση (i) της ως άνω υποπαραγράφου γ΄ του παρόντος άρθρου, εφόσον αυτός ο οργανισμός έχει αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών, καθώς και
ii) την αντιστοίχιση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων του κατά την ανωτέρω περίπτωση αναγνωρισμένου οργανισμού, την οποία έχουν καθορίσει οι αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών.
ε) Καθορίζει το είδος και τη συχνότητα υποβολής στοιχείων από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στην εποπτεία της με βάση τον παρόντα νόμο.
στ) Δύναται να επιτρέπει τη χρήση από τα πιστωτικά ιδρύματα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων οργανισμών εξαγωγικών πιστώσεων για τους σκοπούς στάθμισης ανοιγμάτων έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με τις αποφάσεις της περί των «Σταθμισμένων κατά Κίνδυνο Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων, σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση», εάν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) πρόκειται για συναινετική βαθμολόγηση κινδύνου από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων που συμμετέχουν στο «Διακανονισμό περί κατευθυντηρίων γραμμών στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης» του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) ή
ii) ο οργανισμός εξαγωγικών πιστώσεων δημοσιεύει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις του και εφαρμόζει τη μεθοδολογία που έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο του Ο.Ο.Σ.Α. και η πιστοληπτική αξιολόγηση συνδέεται με ένα από τα οκτώ ελάχιστα ασφάλιστρα εξαγωγικών πιστώσεων (Ε.Α.Ε.Π.) που προβλέπονται από τη μεθοδολογία αυτή.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα πιστωτικά ιδρύματα και τα λοιπά εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασσόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και σαφήνειας.
7. Οι κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούνται με Πράξη του Διοικητή της ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου. Με όμοια Πράξη δύνανται να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των κοινοτικών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς τις κοινοτικές διατάξεις που αφορούν κατά κύριο λόγο τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος. Για την άσκηση, ειδικώς, της νομοθετικής εξουσίας, που αφορά στην ενσωμάτωση της κοινοτικής νομοθεσίας, απαιτείται η προηγούμενη ενημέρωση του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
Aρθρο 26
Πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης και συστήματα εσωτερικού ελέγχου των πιστωτικών ιδρυμάτων
1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα οφείλει να διαθέτει άρτιο και αποτελεσματικό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών.
2. Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο πρέπει να είναι επαρκείς και ανάλογοι προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος και να καλύπτουν, πλην των άλλων, και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις παρεχόμενες από το πιστωτικό ίδρυμα επενδυτικές υπηρεσίες, κατά τα εκάστοτε προβλεπόμενα από τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από πιστωτικά ιδρύματα.
Aρθρο 27
Ίδια κεφάλαια – Κεφαλαιακές απαιτήσεις
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να διαθέτουν ίδια κεφάλαια, τα στοιχεία των οποίων ορίζονται με γενικής ισχύος απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, τα οποία, σε διαρκή βάση πρέπει να υπερβαίνουν ή να ισούνται με το άθροισμα των κάτωθι κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος:
α) των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου, περιλαμβανομένου και του κινδύνου απομείωσης εισπρακτέων απαιτήσεων, για το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, με εξαίρεση τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και τα αφαιρούμενα από τα ίδια κεφάλαια στοιχεία ενεργητικού. Οι κεφαλαιακές αυτές απαιτήσεις θα πρέπει να είναι ίσες με το 8% του συνόλου των σταθμισμένων κατά κίνδυνο χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, όπως αυτά υπολογίζονται σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος,
β) των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι των κινδύνων συναλλάγματος, βασικών εμπορευμάτων και του λειτουργικού κινδύνου για το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων και
γ) των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι των κινδύνων θέσης, διακανονισμού και αντισυμβαλλομένου και των υπερβάσεων των ορίων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, που απορρέουν από τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και επιτρέπονται με βάση τις ισχύουσες σχετικές αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
2. α. Για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να επιλέγουν μεταξύ: i) των μεθοδολογιών, οι οποίες βασίζονται σε προκαθορισμένους συντελεστές, που έχουν καθοριστεί ανά κατηγορία κινδύνου, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα από τις σχετικές αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία και ii) των πιο εξελιγμένων μεθοδολογιών, οι οποίες βασίζονται σε εσωτερικά υποδείγματα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
β. Στην περίπτωση που η, κατά τα ανωτέρω, επιλογή αφορά μια εκ των πιο εξελιγμένων μεθοδολογιών που βασίζονται σε εσωτερικά υποδείγματα, η εφαρμογή της από το πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται μόνον ύστερα από έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία παρέχεται εφόσον κρίνει ότι εκπληρώνονται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια, που έχει θέσει.
3. Σε περίπτωση αίτησης χορήγησης δανείου ή λοιπών πιστώσεων από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, οι αιτούντες παρέχουν πλήρη και ακριβή πληροφόρηση για την αξιολόγηση από το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα της φερεγγυότητας και της πιστοληπτικής τους ικανότητας. Τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τους, κατά τη διαβάθμιση των σχετικών κινδύνων με βάση το άρθρο αυτό τυχόν μερική ή ολική άρνηση του αιτούντος να χορηγήσει τέτοιες πληροφορίες. Στις πληροφορίες αυτές δεν περιλαμβάνονται αυτές που σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.
Aρθρο 28
Στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση κεφαλαίων από τα πιστωτικά ιδρύματα ανάλογα με το επίπεδο των κινδύνων
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες, για την αξιολόγηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των ιδίων κεφαλαίων που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβουν (εσωτερικό κεφάλαιο).
2. Οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες θα πρέπει να υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση και αξιολόγηση από τα πιστωτικά ιδρύματα ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος.
Aρθρο 29
Δημοσιοποίηση πληροφοριών από τα πιστωτικά ιδρύματα
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να δημοσιοποιούν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τα κατάλληλα, με βάση τα κριτήρια που καθορίζει η Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το άρθρο 25 του παρόντος νόμου, στοιχεία και πληροφορίες, όσον αφορά την οικονομική τους θέση και την ακολουθούμενη από αυτά πολιτική ως προς την ανάληψη και διαχείριση κινδύνων με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας της αγοράς. Επίσης, οφείλουν, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 26 του παρόντος νόμου, να υιοθετούν πολιτική συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που εκάστοτε θεσπίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, δυνάμει του άρθρου 25 του παρόντος νόμου, καθώς και πολιτικές αξιολόγησης των δημοσιοποιήσεων όσον αφορά ιδίως την καταλληλότητα, την επαλήθευση και τη συχνότητά τους.
2. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να προσδιορίζουν τον κατάλληλο τρόπο, τόπο, συχνότητα και μέσο επαλήθευσης για την αποτελεσματική συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης, που απορρέουν από τον παρόντα νόμο. Στο μέτρο του δυνατού, όλες οι δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούνται με τα ίδια μέσα ή στον ίδιο τόπο. Εάν οι σχετικές δημοσιοποιήσεις δεν περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, στις τελευταίες θα πρέπει να αναφέρεται το μέσο και ο τόπος, όπου οι εν λόγω δημοσιοποιήσεις υπάρχουν διαθέσιμες.
β) Κατά παρέκκλιση του εδαφίου α΄ της παρούσας παραγράφου τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να μην προβούν σε μία ή περισσότερες δημοσιοποιήσεις βάσει των κριτηρίων της ουσιαστικότητας ή και της εμπιστευτικότητας που καθορίζονται με τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης πληροφοριών από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Στις περιπτώσεις αυτές το πιστωτικό ίδρυμα δηλώνει στις δημοσιοποιήσεις του το γεγονός ότι δεν δημοσιοποιούνται τα συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία και το λόγο της μη δημοσιοποίησής τους και αντΆ αυτών δημοσιοποιεί γενικότερου τύπου πληροφορίες σχετικά με το θέμα για το οποίο υπάρχει υποχρέωση δημοσιοποίησης, εκτός εάν για τα σχετικά στοιχεία πληρούνται οι προϋποθέσεις των δύο προαναφερθέντων κριτηρίων.
3. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα, εάν υποβληθεί σχετικό αίτημα, οφείλουν να επεξηγούν, στις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που έχουν υποβάλει αίτηση χορήγησης δανείου την απόφασή τους σχετικά με την πιστοληπτική διαβάθμιση της αιτούσας που έχουν διενεργήσει, στο πλαίσιο εφαρμογής των σχετικών αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος περί υπολογισμού των σταθμισμένων χρηματοδοτικών τους ανοιγμάτων με τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων.
β) Οι επεξηγήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο α΄ της παρούσας παραγράφου παρέχονται γραπτώς εφόσον ζητηθεί, σύμφωνα με Κώδικα Δεοντολογίας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών που θεσπίζεται για το σκοπό αυτόν. Το διοικητικό κόστος για την παροχή των ανωτέρω επεξηγήσεων θα πρέπει να είναι ανάλογο του ποσού του δανείου.
γ) Σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα δεν προβούν σε εύλογο χρονικό διάστημα στην υιοθέτηση του σχετικού Κώδικα Δεοντολογίας ή εφόσον η εφαρμογή του καταδειχθεί ανεπαρκής, η Τράπεζα της Ελλάδος θεσπίζει τις κατάλληλες ρυθμίσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΣΕ ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ
Aρθρο 30
Εποπτεία σε ατομική βάση
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 26 και 27 του παρόντος νόμου και στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, σε ατομική βάση.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εδρεύουν στην Ελλάδα και δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία στην Ελλάδα με βάση τον παρόντα νόμο ή εξαιρούνται από την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην Ελλάδα, κατΆ εφαρμογή του άρθρου 37 του παρόντος νόμου, οφείλουν να συμμορφώνονται σε ατομική βάση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 23 και 28 του παρόντος νόμου.
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εδρεύουν στην Ελλάδα και δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία σε κανένα κράτος-μέλος ή εξαιρούνται από την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δυνάμει του παρόντος νόμου και των σχετικών διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας ή εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι τα δημοσιοποιήσιμα από τα πιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, στοιχεία και πληροφορίες δεν περιλαμβάνονται σε συγκρίσιμες δημοσιοποιήσεις παρεχόμενες σε ενοποιημένη βάση από μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα υποκείμενη σε ισοδύναμες υποχρεώσεις δημοσιοποίησης, οφείλουν να συμμορφώνονται, σε ατομική βάση, με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 29 του παρόντος νόμου.
Aρθρο 31
Εξαιρέσεις από την εποπτεία σε ατομική βάση
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιτρέπει την εξαίρεση από την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του παρόντος νόμου πιστωτικού ιδρύματος:
α) που αποτελεί θυγατρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον τόσο η θυγατρική επιχείρηση όσο και το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα έχουν άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και η θυγατρική επιχείρηση περιλαμβάνεται στην ασκούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση, και εφόσον συντρέχουν όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις υπό στοιχεία (i) έως (iv) της παρούσας παραγράφου, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα κατανεμημένα μεταξύ μητρικής επιχείρησης και θυγατρικών της:
i) Δεν υφίσταται ούτε προβλέπεται να υπάρξει οποιοδήποτε ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση των υποχρεώσεων της θυγατρικής από τη μητρική επιχείρηση.
ii) Η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην Τράπεζα της Ελλάδος όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής επιχείρησης και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, ότι εγγυάται πλήρως τις υποχρεώσεις τις οποίες αναλαμβάνει η θυγατρική ή ότι οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι.
iii) Οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν και το εξαιρούμενο θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα.
iv) Η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50% των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής επιχείρησης και/ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των προσώπων του συλλογικού οργάνου διοίκησης στα οποία έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο στοιχείο (i) του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου,
β) Που αποτελεί θυγατρική επιχείρηση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, εφόσον η εν λόγω μητρική επιχείρηση έχει συσταθεί στην Ελλάδα και υπόκειται στο ίδιο καθεστώς εποπτείας με τα πιστωτικά ιδρύματα με βάση ιδίως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 35 του παρόντος νόμου.
γ) Που αποτελεί μητρική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση από την Τράπεζα της Ελλάδος με βάση το άρθρο 34 και επιπροσθέτως συντρέχουν σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα κατανεμημένα μεταξύ μητρικής επιχείρησης και θυγατρικών της:
i) Δεν υφίσταται ούτε προβλέπεται να υπάρξει οποιοδήποτε ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων της μητρικής από θυγατρική επιχείρηση ή τις θυγατρικές επιχειρήσεις της.
ii) Οι διαδικασίες σε ενοποιημένη βάση, όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν και το εξαιρούμενο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα.
2. Στην περίπτωση χρήσης της διακριτικής ευχέρειας του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών-μελών και δημοσιοποιεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 του παρόντος νόμου τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα κριτήρια, με βάση τα οποία διασφαλίζεται ότι δεν υφίσταται ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την κάλυψη υποχρεώσεων, κατά τα προβλεπόμενα στο στοιχείο (i) του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου,
β) τον αριθμό των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπεται στο εδάφιο γ΄ της ανωτέρω παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και πόσες εξ αυτών διαθέτουν θυγατρικές επιχειρήσεις σε τρίτη χώρα,
γ) συνολικά, όσον αφορά την Ελλάδα:
(i) το συνολικό ύψος των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στην εξαίρεση κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το οποίο διατηρείται σε θυγατρικές επιχειρήσεις που εδρεύουν σε τρίτες χώρες,
(ii) το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων του στοιχείου (i) του παρόντος εδαφίου επί των συνολικών ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση των ανωτέρω μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που αντιπροσωπεύουν ίδια κεφάλαια των θυγατρικών τους σε τρίτες χώρες,
(iii) το ποσοστό που αντιπροσωπεύει το ύψος των κατά τα προβλεπόμενα στο στοιχείο (i) ανωτέρω ιδίων κεφαλαίων επί των συνολικών ελάχιστων απαιτούμενων, βάσει του άρθρου 27 του παρόντος νόμου ιδίων κεφαλαίων των ανωτέρω μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Aρθρο 32
Μερική ενοποίηση (Solo consolidation)
1. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιτρέψει, κατά περίπτωση, σε μητρικά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ελλάδα να συμπεριλάβουν στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων και των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, για τους σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του παρόντος νόμου, θυγατρικές τους που πληρούν τα κριτήρια των στοιχείων (iii) και (iv) του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του παρόντος νόμου και των οποίων τα ουσιώδη χρηματοδοτικά ανοίγματα ή οι ουσιώδεις υποχρεώσεις υφίστανται έναντι των εν λόγω μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
2. Η δυνατότητα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου παρέχεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει πλήρως στην Τράπεζα της Ελλάδος τις συνθήκες και τις ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των νομικών ρυθμίσεων, βάσει των οποίων δεν υφίσταται ούτε προβλέπεται να υπάρξει οποιοδήποτε ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση οφειλών της θυγατρικής προς τη μητρική επιχείρηση.
3. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην ανωτέρω παραγράφο 1 του παρόντος άρθρου:
α) ενημερώνει τακτικά, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών ή της τρίτης χώρας - αν η θυγατρική επιχείρηση εδρεύει σε τρίτη χώρα - σχετικά με το περιεχόμενο της εφαρμογής της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας,
β) δημοσιοποιεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 του παρόντος νόμου, τις αντίστοιχες πληροφορίες, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 31 του παρόντος νόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΕ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΒΑΣΗ
Aρθρο 33
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του κεφαλαίου αυτού του νόμου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. Μητρική επιχείρηση:
Η επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 14 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, χωρίς όμως το συνυπολογισμό στα ποσοστά της μητρικής των ποσοστών συμμετοχής και των δικαιωμάτων κάθε άλλης επιχείρησης που είναι θυγατρική της ή θυγατρική θυγατρικής της, καθώς και κάθε επιχείρηση η οποία, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή επί άλλης επιχείρησης.
2. Θυγατρική επιχείρηση:
Η επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 15 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, χωρίς όμως το συνυπολογισμό στα ποσοστά της μητρικής των ποσοστών συμμετοχής και των δικαιωμάτων κάθε άλλης επιχείρησης που είναι θυγατρική της ή θυγατρική θυγατρικής της καθώς και κάθε επιχείρηση επί της οποίας η μητρική επιχείρηση ασκεί πράγματι, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, δεσπόζουσα επιρροή.
3. Μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα:
Πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διαθέτει θυγατρικό πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε τέτοιο ίδρυμα και το οποίο δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών με έδρα στην Ελλάδα.
4. Μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος-μέλος:
Χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος-μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών με έδρα στο ίδιο κράτος-μέλος.
5. Μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ε.Ε.:
«Μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος-μέλος», το οποίο δεν αποτελεί θυγατρική επιχείρηση άλλου πιστωτικού ιδρύματος με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος.
6. Μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε.:
Μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος-μέλος, η οποία δεν αποτελεί θυγατρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος.
7. Χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών:
Χρηματοδοτικό ίδρυμα, του οποίου οι θυγατρικές επιχειρήσεις είναι, αποκλειστικώς ή κυρίως, πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, ενώ μία τουλάχιστον από τις θυγατρικές αυτές επιχειρήσεις είναι πιστωτικό ίδρυμα, και το οποίο δεν είναι Μικτή Χρηματοοικονομική Εταιρεία Συμμετοχών κατά την έννοια της παρ. 15 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006.
8. Μικτή εταιρεία συμμετοχών:
Μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή πιστωτικό ίδρυμα ή Μικτή Χρηματοοικονομική Εταιρεία Συμμετοχών κατά την έννοια της παρ. 15 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 και μεταξύ των θυγατρικών της οποίας περιλαμβάνεται ένα τουλάχιστον πιστωτικό ίδρυμα.
9. Επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών: Επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση ακινήτων, στην παροχή υπηρεσιών πληροφορικής ή σε κάθε άλλη παρεμφερή δραστηριότητα βοηθητικού χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων.
10. Συμμετοχή:
Η συμμετοχή κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 42 ε του κ.ν. 2190/1920 ή η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 20% των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου μίας επιχείρησης.
Aρθρο 34
Αρμοδιότητα για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επί των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και:
α) αποτελούν «μητρικά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ελλάδα» ή «μητρικά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ε.Ε.» ή
β) έχουν ως μητρική επιχείρηση μία «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος - μέλος» ή μία «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε.», εφόσον αυτές έχουν συσταθεί στην Ελλάδα ή, στην περίπτωση που έχουν συσταθεί σε άλλο κράτος-μέλος, δεν διαθέτουν θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα στο κράτος αυτό ή σε άλλο κράτος-μέλος εκτός της Ελλάδας.
2. Στις περιπτώσεις που:
α) πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα έχει ως μητρικές επιχειρήσεις περισσότερες της μίας χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη - μέλη, περιλαμβανομένης της Ελλάδας και υπάρχουν και άλλα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα σε περισσότερα από ένα από τα εν λόγω κράτη-μέλη, ή
β) πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα έχει ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών με θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη σε κανένα από τα οποία όμως δεν έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών,
η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα διαθέτει το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού σε σχέση με τα λοιπά θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα, ή σε διαφορετική περίπτωση, ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, θεωρείται ως το πιστωτικό ίδρυμα το ελεγχόμενο από «μητρική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε.».
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση καταρτίζει κατάλογο των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, που αναφέρονται στο άρθρο 35 του παρόντος νόμου, ο οποίος κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
4. Η εποπτεία της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών σε ενοποιημένη βάση δεν συνεπάγεται την υποχρέωση της Τράπεζας της Ελλάδος να ασκεί επί της εταιρείας αυτής εποπτεία σε ατομική βάση.
5. Στην ενοποίηση που πραγματοποιείται για εποπτικούς σκοπούς επί των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνονται οι ακόλουθες επιχειρήσεις, εφόσον συνιστούν θυγατρικές τους ή εφόσον υφίσταται συμμετοχή των πιστωτικών ιδρυμάτων σε αυτές, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 40 του παρόντος νόμου:
Τα πιστωτικά ιδρύματα, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οι επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών, καθώς και κάθε άλλη επιχείρηση που: α) κριθεί, κατά περίπτωση, από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι η ενοποίησή της συμβάλλει ουσιωδώς στην αποτελεσματική άσκηση της εποπτικής της αρμοδιότητας όσον αφορά ιδίως την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας και συγκέντρωσης κινδύνων ή β) ενοποιείται στις δημοσιευόμενες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του πιστωτικού ιδρύματος και συντρέχουν ως προς την επιχείρηση αυτή οι προϋποθέσεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του παρόντος νόμου και εφόσον η ενοποίησή της δεν κρίνεται πιθανό ότι θα οδηγήσει σε λανθασμένη εκτίμηση όσον αφορά την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας και της συγκέντρωσης κινδύνων από την Τράπεζα της Ελλάδος.
6. Με την επιφύλαξη των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, εάν η μητρική επιχείρηση ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και της μικτής εταιρείας συμμετοχών και των θυγατρικών της.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος θεσπίζει τις απαιτούμενες ρυθμίσεις για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ελέγχει τη συμμόρφωση των υποκείμενων σε αυτήν επιχειρήσεων προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.
Aρθρο 35
Εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, το πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις ειδικές συμμετοχές σε επιχειρήσεις
1. α. Με την επιφύλαξη των άρθρων 30, 31 και 32 του παρόντος νόμου, τα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος σε ενοποιημένη βάση, δυνάμει του παρόντος νόμου, συμμορφώνονται, στο βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 40, με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα άρθρα 23, 27, 28 και στις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης του μητρικού πιστωτικού ιδρύματος ή της μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, κατά περίπτωση.
β. Όταν μια «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος-μέλος» ελέγχει περισσότερα του ενός πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα, το ανωτέρω εδάφιο α΄ της παρούσας παραγράφου ισχύει μόνο για το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο ασκείται εποπτεία σε ενοποιημένη βάση δυνάμει του παρόντος νόμου.
2. Τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα τηρούν τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και σε υποενοποιημένη βάση όταν αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση, εφόσον πρόκειται για χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, διαθέτουν σε τρίτη χώρα, θυγατρική επιχείρηση που αποτελεί πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τον ορισμό της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (ΦΕΚ 84 Α΄) ή διαθέτουν συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση.
3. Οι μητρικές και θυγατρικές επιχειρήσεις, που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου, οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 26 αυτού σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εσωτερικές ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν χαρακτηρίζονται από συνέπεια και είναι ολοκληρωμένοι και ότι μπορούν να χορηγούν όλα τα απαιτούμενα για την εποπτεία στοιχεία και πληροφορίες.
Aρθρο 36
Εποπτεία σε ενοποιημένη βάση όσον αφορά τη δημοσιοποίηση στοιχείων
1. Τα «Εγκατεστημένα στην Ε.Ε. μητρικά πιστωτικά ιδρύματα», καθώς και τα πιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από «Μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε.», που υπόκεινται στην εποπτεία που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος σε ενοποιημένη βάση, δυνάμει του παρόντος νόμου, συμμορφώνονται εκτός από τις υποχρεώσεις του άρθρου 35 και με τις υποχρεώσεις που θεσπίζει το άρθρο 29 του παρόντος νόμου, βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος ή της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, κατά περίπτωση.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση:
α) καθορίζει τις πληροφορίες που δημοσιοποιούν σε ατομική ή σε υποενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις:
i) οι σημαντικές θυγατρικές «Μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ε.Ε.», καθώς και
ii) οι σημαντικές θυγατρικές «Μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην Ε.Ε.»,
β) δύναται να αποφασίσει να μην εφαρμόσει εν μέρει ή εν όλω τις διατάξεις του παρόντος άρθρου στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία υπόκεινται σε συγκρίσιμες δημοσιοποιήσεις παρεχόμενες σε ενοποιημένη βάση από μητρική επιχείρηση που εδρεύει σε τρίτη χώρα.
Aρθρο 37
Εξαίρεση από την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί στις ακόλουθες περιπτώσεις να μην υπαγάγει στην σε ενοποιημένη βάση εποπτεία πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που αποτελούν θυγατρικές επιχειρήσεις ή στις οποίες υφίσταται συμμετοχή, εφόσον συντρέχει μία τουλάχιστον από τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
α) η επιχείρηση βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών,
β) η επιχείρηση είναι, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, αμελητέα σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή ο συνολικός ισολογισμός της εν λόγω επιχείρησης δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα ακόλουθα δύο ποσά:
i) δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ, ή
ii) το 1% του συνολικού ισολογισμού της μητρικής ή της κατέχουσας τη συμμετοχή επιχείρησης,
γ) κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης αντενδείκνυται ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε λανθασμένη εκτίμηση όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.
2. ΚατΆ εξαίρεση, αν περισσότερες της μίας επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, υπάγονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση εφόσον, ως σύνολο, παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον για τους σκοπούς της εποπτείας.
Aρθρο 38
Υποχρεώσεις προσώπων που υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τη μικτή εταιρεία συμμετοχών η οποία είναι η μητρική τους και τις θυγατρικές της.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος εκτός από τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή πραγματοποιείται με τις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Οι διαδικασίες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και οι προαναφερόμενες σημαντικές συναλλαγές αποτελούν αντικείμενο ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος.
3. Τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών πρέπει να διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία πείρα για την άσκηση των καθηκόντων τους, κατΆ αντιστοιχία με τα προβλεπόμενα για τα πιστωτικά ιδρύματα με βάση το εδάφιο γ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου.
4. α. Τα πιστωτικά ιδρύματα και όλες οι λοιπές επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση υποχρεούνται να παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών - μελών, κατά περίπτωση, όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία που οι εν λόγω αρχές ζητούν για την άσκηση της εν λόγω εποπτείας. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί επίσης από τις μεικτές εταιρείες συμμετοχών και τις θυγατρικές τους είτε απευθείας είτε μέσω των θυγατρικών πιστωτικών ιδρυμάτων, που υπόκεινται στην εποπτεία της σε ενοποιημένη βάση, την ανακοίνωση κάθε χρήσιμης πληροφορίας για την άσκηση της εποπτείας των θυγατρικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Αντίστοιχη υποχρέωση υποβολής των εν λόγω πληροφοριακών στοιχείων προς τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών υπέχουν οι μεικτές εταιρείες συμμετοχών που εδρεύουν στην Ελλάδα και υπάγονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση των αρχών αυτών.
β. Η συγκέντρωση και κατοχή πληροφοριών από την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και η ανταλλαγή πληροφοριών με τις άλλες εποπτικές αρχές, στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος νόμου, που αφορούν τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών, των μεικτών εταιρειών συμμετοχών και των θυγατρικών των προαναφερόμενων επιχειρήσεων ή των επιχειρήσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 39 του παρόντος νόμου, δεν δημιουργεί υποχρέωση της Τράπεζας της Ελλάδος να ασκεί εποπτεία σε ατομική βάση επί των επιχειρήσεων αυτών εφόσον δεν προβλέπεται από ειδικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.
5. Οι επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, οι μεικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους, ή οι αναφερόμενες στο άρθρο 39 του παρόντος νόμου θυγατρικές επιχειρήσεις, δύνανται να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες χρήσιμες για τη διευκόλυνση της άσκησης της εποπτείας που ασκείται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, μη εφαρμοζομένων στις περιπτώσεις αυτές τυχόν ισχυόντων περιορισμών ως προς την κοινοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών.
Aρθρο 39
Παροχή πληροφοριών από τις εξαιρούμενες από την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επιχειρήσεις
1. Όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους-μέλους δεν υπάγουν στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας τους που ενσωματώνει τις διατάξεις των στοιχείων β΄ και γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 73 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητά από τη μητρική του επιχείρηση πληροφορίες για τη διευκόλυνση της ασκούμενης από αυτήν εποπτείας. Αντίστοιχα, μητρική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών, όταν η Τράπεζα της Ελλάδος εξαιρεί, με βάση τον παρόντα νόμο, από την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση πιστωτικά ιδρύματα θυγατρικές της επιχείρησης αυτής που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης να ζητά από τις θυγατρικές επιχειρήσεις ενός πιστωτικού ιδρύματος ή μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, οι οποίες δεν υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, κάθε χρήσιμη σχετική πληροφορία. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 38 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 48 του παρόντος νόμου διαδικασίες διαβίβασης και επαλήθευσης των πληροφοριών.
Aρθρο 40
Μέθοδοι ενοποίησης
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση την ολική ενοποίηση των οικονομικών καταστάσεων των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που αποτελούν θυγατρικές της μητρικής επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία αυτή, με βάση το άρθρο 34 του παρόντος νόμου.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται ωστόσο να απαιτήσει μόνον αναλογική ενοποίηση στην περίπτωση που, κατά τη γνώμη της, η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης, η οποία κατέχει τη συμμετοχή περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχει, λαμβανομένης υπόψη της ευθύνης των άλλων μετόχων ή εταίρων των οποίων η φερεγγυότητα είναι ικανοποιητική. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαιτεί, για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, ότι η ευθύνη των άλλων μετόχων και εταίρων πρέπει να προκύπτει από την έγγραφη ανάληψη συμβατικών δεσμεύσεων.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί την αναλογική ενοποίηση των συμμετοχών σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, οι οποίες διακρατούνται από επιχείρηση που συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση και η οποία διευθύνει από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις μη συμπεριλαμβανόμενες στην ενοποίηση, σε περίπτωση που η ευθύνη των εν λόγω επιχειρήσεων περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχουν.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει ενοποίηση στην περίπτωση που επιχειρήσεις συνδέονται με σχέση κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 96 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει.
5. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αποφασίζει, κατά περίπτωση, αν και με ποια μορφή θα γίνει η ενοποίηση:
α) στις υπόλοιπες, πλην των αναφερομένων στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, περιπτώσεις συμμετοχών ή κεφαλαιακού δεσμού,
β) όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ασκεί, κατά την κρίση της, σημαντική επιρροή επί ενός ή πλειόνων πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, χωρίς όμως να διαθέτει συμμετοχή ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό με αυτά, και
γ) όταν δύο ή περισσότερα πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς να απαιτείται για το σκοπό αυτόν σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού.
Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται επίσης κατά περίπτωση να επιτρέπει ή να επιβάλει τη χρησιμοποίηση της μεθόδου της καθαρής θέσεως. Η εφαρμογή της μεθόδου αυτής όμως δεν λογίζεται ως ενοποίηση για τους σκοπούς εφαρμογής των εποπτικών κανόνων.
6. Οι προβλεπόμενες στον παρόν άρθρο διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των επιχειρήσεων επικουρικών υπηρεσιών και των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (ΦΕΚ 84 Α΄), εφόσον αυτές υπόκεινται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση που η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί με βάση τον παρόντα νόμο.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει και εξειδικεύει με αποφάσεις της τα της εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΣΕ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΒΑΣΗ
Aρθρο 41
Συντονιστικός ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος
Η Τράπεζα της Ελλάδος, ενεργώντας υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί των «μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ε.Ε.» και των πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχονται από «μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες εγκατεστημένες στην Ε.Ε.», με βάση τον παρόντα νόμο, οφείλει, τόσο σε περίοδο ομαλής λειτουργίας όσο και σε περίπτωση κρίσης που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη-μέλη όπου επιχειρήσεις υποκείμενες στην εν λόγω εποπτεία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας:
α) να συντονίζει τη συγκέντρωση και τη γνωστοποίηση στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών των σχετικών και ουσιωδών για την άσκηση της εποπτείας πληροφοριών, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του παρόντος νόμου,
β) να σχεδιάζει και να συντονίζει σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών τις εποπτικές ενέργειες, που αφορούν στην εφαρμογή του παρόντος νόμου και της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που συνδέονται με την εφαρμογή της παραγράφου 5 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου.
Aρθρο 42
Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών-μελών
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών για τους σκοπούς της άσκησης της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και τους διαβιβάζει:
α) κατόπιν αιτήσεώς τους, τις σχετικές με την άσκηση των αντίστοιχων εποπτικών καθηκόντων τους πληροφορίες. Για τον προσδιορισμό του εύρους των σχετικών πληροφοριών που διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών, οι οποίες ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών επιχειρήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στην εποπτεία της σε ενοποιημένη βάση, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών επιχειρήσεων για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των αντίστοιχων κρατών-μελών,
β) με δική της πρωτοβουλία, τις πληροφορίες που θεωρούνται ουσιώδεις υπό την έννοια ότι μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση για την χρηματοοικονομική κατάσταση ενός πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος-μέλος. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:
i) τον προσδιορισμό της διάρθρωσης όλων των μείζονος σημασίας πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου, καθώς και των αρμόδιων αρχών τους,
ii) τις διαδικασίες συγκέντρωσης πληροφοριών από τα πιστωτικά ιδρύματα ενός ομίλου και της επαλήθευσης των πληροφοριών αυτών,
iii) αρνητικές εξελίξεις σε πιστωτικά ιδρύματα ή άλλες επιχειρήσεις ενός ομίλου που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά την οικονομική κατάσταση των πιστωτικών ιδρυμάτων,
iv) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβε η Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου 62 του παρόντος νόμου, καθώς και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της εξελιγμένης μεθοδολογίας για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το λειτουργικό κίνδυνο βάσει των ισχυουσών σχετικών αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος.
2. Σε περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος χρειάζεται για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση πληροφορίες, οι οποίες έχουν ήδη παρασχεθεί στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών, επικοινωνεί με αυτές, προκειμένου να αποφευχθεί, κατά το δυνατόν, η διπλή υποβολή πληροφοριών από τα εποπτευόμενα ιδρύματα στις επί μέρους αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ανταλλάσσει επίσης με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να επιτρέψουν ή να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, στις περιπτώσεις που η μητρική επιχείρηση και το ή τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι θυγατρικές της επιχείρησης αυτής είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα.
Aρθρο 43
Ενημέρωση αρμόδιων και λοιπών αρχών σε περίπτωση κρίσης
Σε περίπτωση κρίσης εντός τραπεζικού ομίλου, που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη-μέλη, όπου επιχειρήσεις του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργώντας με την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ειδοποιεί, το συντομότερο δυνατό, στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 60, του παρόντος νόμου τις εμπλεκόμενες, κατά περίπτωση, κεντρικές τράπεζες, ή τους τυχόν άλλους οργανισμούς που ασκούν νομισματική πολιτική σε κράτη-μέλη, καθώς και τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.
Aρθρο 44
Ειδικά θέματα συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών-μελών
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται στενά με τις λοιπές εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών, προκειμένου:
α) να αποφασισθεί, από κοινού, εάν θα εγκριθεί η αίτηση που υποβάλλεται από «μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ε.Ε.» και τις θυγατρικές του, ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας «μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ε.Ε.» για τη χορήγηση της έγκρισης που απαιτείται σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του παρόντος νόμου και
β) να προσδιοριστούν με την πιο πάνω απόφαση οι όροι και προϋποθέσεις που πρέπει ενδεχομένως να πληρούνται για τη χορήγησή της.
2. Η αίτηση για την πιο πάνω έγκριση υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση των προαναφερόμενων επιχειρήσεων, καθώς και με τα καθήκοντα του άρθρου 41 του παρόντος νόμου, ανεξάρτητα από την ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκάστοτε έχει προηγηθεί με σκοπό τη διευκόλυνση της σχετικής διαδικασίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, στο πλαίσιο συμμετοχής της στις κατά τα ανωτέρω διαβουλεύσεις για τη λήψη κοινής σχετικής απόφασης εντός έξι (6) μηνών, το αργότερο, από την παραλαβή της πλήρους αίτησης. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργεί ως αρμόδια αρχή, κατά τα αναφερόμενα στην πιο πάνω παράγραφο και στο άρθρο 41 του παρόντος νόμου γνωστοποιεί άμεσα την αίτηση στην πλήρη της μορφή στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών.
3. Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση κατά την ανωτέρω διαδικασία εντός του διαστήματος των έξι (6) μηνών, η αρμόδια αρχή που ασκεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 41 του παρόντος νόμου λαμβάνει μόνη της την απόφαση σχετικά με τη χορήγηση, ή μη, της σχετικής έγκρισης.
4. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση διατυπώνεται εγγράφως και διαβιβάζεται στον αιτούντα και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, από την Τράπεζα της Ελλάδος στην περίπτωση που ενεργεί ως αρμόδια αρχή κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 41 του παρόντος νόμου, πλήρως αιτιολογημένη και με τις θέσεις και τις επιφυλάξεις, που οι άλλες αρμόδιες αρχές έχουν εντός του χρονικού διαστήματος των έξι (6) μηνών τυχόν εκφράσει.
5. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και τις επιχειρήσεις που αφορούν.
Aρθρο 45
Λοιπά θέματα που υπόκεινται σε διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών-μελών
1. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος πρόκειται να λάβει απόφαση σημαντική σε σχέση με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων των αρμόδιων αρχών άλλων κρατών-μελών, διαβουλεύεται προηγουμένως μαζί τους, εφόσον η απόφασή της αυτή αφορά:
α) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διοικητική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την παροχή άδειας από τις άλλες αρμόδιες αρχές,
β) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που προτίθεται να λάβει η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου 62 του παρόντος νόμου, καθώς και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της εξελιγμένης μεθοδολογίας για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το λειτουργικό κίνδυνο, βάσει των ισχυουσών σχετικών αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος.
2. Ειδικότερα, για τη λήψη αποφάσεων που εμπίπτουν στην ανωτέρω περίπτωση υπό στοιχείο β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, πρέπει να ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρμόδιας για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση αρχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται ωστόσο να λάβει τις πιο πάνω αποφάσεις χωρίς να προβεί στη διαβούλευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σε επείγουσες περιπτώσεις ή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των εν λόγω αποφάσεων. Στην περίπτωση αυτή η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει πάραυτα τις άλλες αρμόδιες αρχές.
Aρθρο 46
Γραπτές συμφωνίες – Εκχώρηση εποπτικής αρμοδιότητας
1. Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία που ασκεί, η Τράπεζα της Ελλάδος, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, συνάπτει έγγραφες συμφωνίες με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών για θέματα συντονισμού και συνεργασίας. Βάσει των συμφωνιών αυτών μπορούν να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην Τράπεζα της Ελλάδος ή σε άλλες αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και την εν γένει μεταξύ τους συνεργασία.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δύνανται υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε θυγατρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, να εκχωρούν, με διμερή συμφωνία, την εποπτική τους αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους-μέλους που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας. Με ανάλογη διμερή συμφωνία, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή μητρικού πιστωτικού ιδρύματος, δύναται να αναλαμβάνει τη με βάση τον παρόντα νόμο εποπτεία θυγατρικής του επιχείρησης.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα δύναται, κατόπιν συμφωνίας με τις λοιπές αρμόδιες αρχές, άλλων χωρών να παρεκκλίνει από τα κριτήρια που αναφέρονται στα εδάφια α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του παρόντος νόμου, εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσει σε άλλη αρμόδια αρχή ή να αναλάβει από άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού ληφθεί τέτοια απόφαση, παρέχεται στο εγκατεστημένο στην Ε.Ε. μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, ή στην εγκατεστημένη στην Ε.Ε. μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, ή στο πιστωτικό ίδρυμα με τον μεγαλύτερο ισολογισμό η δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία στην περίπτωση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου τις διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών.
Aρθρο 47
Συνεργασία με τις άλλες εποπτικές αρχές
1. Όταν πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή εταιρεία συμμετοχών ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές επιχειρήσεις που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή άλλου είδους επιχειρήσεις υποκείμενες σε καθεστώς παροχής άδειας, η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι αρχές που, κατά περίπτωση, εκάστοτε ασκούν την εποπτεία των λοιπών προαναφερόμενων επιχειρήσεων, συνεργάζονται στενά. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές αυτές κοινοποιούν αμοιβαία όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής τους και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της δραστηριότητας και της χρηματοοικονομικής κατάστασης του συνόλου των επιχειρήσεων που ευρίσκονται υπό την εποπτεία τους.
2. Για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση όσον αφορά ιδίως την κεφαλαιακή επάρκεια τραπεζικών ομίλων στους οποίους περιλαμβάνεται και επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προβλέπουν σε Πρωτόκολλο Συνεργασίας, που θα καταρτιστεί μέχρι 31.10.2007:
α) τις διαδικασίες με τις οποίες θα διασφαλίζεται η προηγούμενη ενημέρωση και η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανωτέρω αρχών, με σκοπό την, κατά το δυνατόν, αποφυγή επικαλύψεων και τη μείωση του διοικητικού κόστους, επί θεμάτων που αφορούν:
i) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διοικητική διάρθρωση των εποπτευόμενων επιχειρήσεων,
ii) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που κάθε αρχή προτίθεται να λάβει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία,
β) τη συμμετοχή της κάθε αρχής σε επιτόπιους ελέγχους που διενεργεί άλλη αρχή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία και
γ) τα της ανάθεσης αρμοδιοτήτων από τη μία αρχή στην άλλη, στο πλαίσιο της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.
3. Αντίστοιχα Πρωτόκολλα Συνεργασίας μπορεί να καταρτισθούν και μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ή της τελευταίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή μεταξύ και των τριών αυτών αρμόδιων αρχών, με περιεχόμενο ανάλογο αυτού που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
Aρθρο 48
Επιτόπιος έλεγχος - Επαλήθευση πληροφοριών
1. α) Όταν, στο πλαίσιο του παρόντος νόμου και των σχετικών διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους-μέλους επιθυμούν να επαληθεύσουν πληροφορίες σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, μικτή εταιρεία συμμετοχών και θυγατρικές τους ή θυγατρικές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 39 του παρόντος νόμου που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος οφείλει να ανταποκριθεί στο αίτημα των εν λόγω αρχών είτε διενεργώντας η ίδια το σχετικό έλεγχο είτε επιτρέποντας στις αρμόδιες αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να τον διενεργήσουν οι ίδιες ή εξουσιοδοτημένος από αυτές εμπειρογνώμονας ή ελεγκτής. Οι αρμόδιες αρχές που έχουν υποβάλει το αίτημα, μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να συμμετάσχουν στον έλεγχο, στις περιπτώσεις που δεν τον πραγματοποιούν οι ίδιες.
β) Η ανωτέρω διαδικασία μπορεί να ακολουθηθεί και από την Τράπεζα της Ελλάδος για την κατΆ αντιστοιχία επαλήθευση εκ μέρους της πληροφοριών που αφορούν τις πιο πάνω επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη-μέλη.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης να διενεργεί:
α) την επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριακών στοιχείων που παρέχουν οι μεικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους. Αν η μικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία από τις θυγατρικές της:
i) είναι ασφαλιστική επιχείρηση, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί η διαδικασία της παραγράφου 1 του άρθρου 47 του παρόντος νόμου,
ii) βρίσκεται σε άλλο κράτος-μέλος, η επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριακών στοιχείων γίνεται με τη διαδικασία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
β) στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στο άρθρο 47 του παρόντος νόμου, τον επιτόπιο έλεγχο των θυγατρικών επιχειρήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στην εποπτεία της σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας αυτής.
Aρθρο 49
Συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών
1. Σε περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η έδρα της οποίας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και δεν υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ελέγχει εάν το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση από αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας και αν η εποπτεία αυτή είναι τουλάχιστον ισοδύναμη και υπόκειται στις αρχές που καθορίζονται με βάση τον παρόντα νόμο.
Ο σχετικός έλεγχος πραγματοποιείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης του εν λόγω ομίλου ή μιας από τις επιχειρήσεις που ανήκουν σε αυτόν και αποτελούν ρυθμιζόμενες επιχειρήσεις κατά την έννοια της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (ΦΕΚ 84 Α΄), με άδεια λειτουργίας σε κράτος - μέλος της Ε.Ε., ή με δική της πρωτοβουλία. Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβουλεύεται με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, της οποίας τις γενικές εκτιμήσεις λαμβάνει υπόψη.
2. Ελλείψει ισοδύναμης, κατά τα ανωτέρω, εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εφαρμόζει, κατΆ αναλογία, στο πιστωτικό ίδρυμα τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή άλλες κατάλληλες εποπτικές τεχνικές που, ύστερα από διαβούλευση με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, κρίνει ότι επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί ιδίως να ζητά τη δημιουργία χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών που να έχει την έδρα της σε κράτος-μέλος της Ε.Ε. και να εφαρμόζει τις διατάξεις για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επί της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών.
3. Οι εποπτικές τεχνικές που εφαρμόζονται δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου κοινοποιούνται στις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄
ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Aρθρο 50
Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποιεί, κατΆ αντιστοιχία με τα ισχύοντα και για τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών, τις πληροφορίες που επιτρέπουν αξιόπιστες συγκρίσεις ως προς τον τρόπο εφαρμογής εκ μέρους τους των διατάξεων της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ, περιλαμβανομένου του τρόπου εφαρμογής των μεθοδολογιών που προβλέπονται σε αυτήν και ειδικότερα:
α) τις γενικής ισχύος αποφάσεις, εγκυκλίους και διευκρινιστικά έγγραφα που εκδίδει στο πλαίσιο του παρόντος νόμου,
β) τον τρόπο άσκησης των παρεχόμενων δυνατοτήτων και διακριτικών ευχερειών,
γ) τα γενικά κριτήρια και τις μεθοδολογίες που θεσπίζει για την εξέταση και την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου,
δ) με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 60 του παρόντος νόμου, τα βασικά στατιστικά στοιχεία, σε συγκεντρωτική μορφή, που αφορούν την εφαρμογή του εποπτικού πλαισίου που θεσπίζεται δυνάμει του παρόντος νόμου,
ε) τη διαδικασία αναγνώρισης και κατάλογο των επιλέξιμων εξωτερικών οργανισμών πιστοληπτικής αξιολόγησης,
στ) την ειδική μέθοδο χειρισμού τιτλοποιήσεων ανακυκλούμενων πιστώσεων με ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης, η οποία μπορεί να ενεργοποιείται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος περί υπολογισμού Σταθμισμένων Ανοιγμάτων για Θέσεις σε Τιτλοποίηση, καθώς και τις απόψεις που διατυπώθηκαν από τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών – μελών κατά την απαιτούμενη προηγούμενη διαβούλευση με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιοποιούνται με ομοιόμορφο τρόπο, επικαιροποιούνται τακτικά και είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄
ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Aρθρο 51
Γενικές διατάξεις
1. Δεν επιτρέπεται η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος κατόπιν είσπραξης χρηματικού ποσού μικρότερου από την εκδοθείσα νομισματική αξία.
2. Το ανώτατο όριο αποθήκευσης νομισματικής αξίας ανά ηλεκτρονικό υπόθεμα που εκδίδεται από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος και τίθεται στη διάθεση των κομιστών για τη διενέργεια πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πεντακόσια (500) ευρώ. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αναπροσαρμόζει με απόφασή της το όριο αυτό.
3. Τα εισπραττόμενα από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος ποσά πρέπει να ανταλλάσσονται αμέσως με ηλεκτρονικό χρήμα. Η είσπραξη χρηματικών ποσών κατά τον τρόπο αυτόν δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων.
Aρθρο 52
Δυνατότητα εξαργύρωσης
1. Ο κομιστής ηλεκτρονικού χρήματος δικαιούται, κατά τη διάρκεια της ισχύος του ηλεκτρονικού χρήματος, να ζητήσει από τον εκδότη την εξαργύρωσή του στην ονομαστική αξία του σε κέρματα και χαρτονομίσματα ή με μεταφορά σε τραπεζικό λογαριασμό χωρίς άλλη επιβάρυνση εκτός από την απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης.
2. Η σύμβαση μεταξύ του εκδότη και του κομιστή ορίζει σαφώς τους όρους εξαργύρωσης, συμπεριλαμβανομένου του ελάχιστου ορίου εξαργύρωσης, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα (10) ευρώ.
Aρθρο 53
Όροι και προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
1. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας.
2. Για τη χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος απαιτείται η συγκέντρωση αρχικού κεφαλαίου τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ. Αν το αρχικό κεφάλαιο δεν καταβληθεί ολοσχερώς σε μετρητά, εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 6 του άρθρου 5.
3. Το ύψος των ιδίων κεφαλαίων ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει, καθΆ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, να μην είναι κατώτερο του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου.
4. Με την επιφύλαξη του ελάχιστου ορίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου:
α) τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να μην υπολείπονται του μεγαλύτερου από τα ακόλουθα ποσά, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 2% επί:
αα) του τρέχοντος υπολοίπου ή
ββ) του μέσου υπολοίπου των προηγούμενων έξι (6) μηνών
του συνόλου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος έχει εκδώσει,
β) τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που δεν έχει συμπληρώσει έξι (6) μήνες λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της ημέρας έναρξης λειτουργίας του, πρέπει να μην υπολείπονται του μεγαλύτερου από τα ακόλουθα ποσά, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 2% επί:
αα) του εκάστοτε τρέχοντος υπολοίπου ή
ββ) του προβλεπόμενου για έξι (6) μήνες υπολοίπου από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας, συνυπολογιζομένου και του εκάστοτε υφιστάμενου υπολοίπου, μέχρι τη συμπλήρωση του εξαμήνου
του συνόλου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που θα έχει εκδώσει.
Η εκτίμηση για το προβλεπόμενο για έξι (6) μήνες ποσό, που αναφέρεται στην περίπτωση (ββ) της υποπαραγράφου β΄ της παρούσας παραγράφου, τεκμηριώνεται από το πρόγραμμα επιχειρηματικής δραστηριότητας του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, με την επιφύλαξη προσαρμογών του ύστερα από απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος.
5. Τα ελάχιστα όρια των παραγράφων 2 και 4 του παρόντος άρθρου μπορούν να αναπροσαρμόζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση, το ελάχιστο όριο του αρχικού κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ.
Aρθρο 54
Πρόσθετες δραστηριότητες - Περιορισμοί στις δραστηριότητες ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
1. Οι δραστηριότητες των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να περιλαμβάνουν εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος μόνον τα ακόλουθα:
α) παροχή υπηρεσιών, χρηματοπιστωτικών και μη, οι οποίες συνδέονται στενά με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, όπως η διαχείριση ηλεκτρονικού χρήματος, με τη διενέργεια λειτουργικών και άλλων βοηθητικών εργασιών που σχετίζονται με την έκδοσή του, καθώς και έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμής, με εξαίρεση οποιαδήποτε πιστοδοτική δραστηριότητα, και
β) αποθήκευση στοιχείων στο ηλεκτρονικό υπόθεμα για λογαριασμό επιχειρήσεων ή φορέων του δημόσιου τομέα.
2. Απαγορεύεται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος να κατέχουν οποιαδήποτε συμμετοχή σε άλλες επιχειρήσεις, εκτός εάν αυτές διενεργούν λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες που σχετίζονται με το ηλεκτρονικό χρήμα, το οποίο εκδίδεται ή διανέμεται από συγκεκριμένο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να ορίζεται ότι, για την πραγματοποίηση ειδικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών, απαιτείται προηγούμενη έγκρισή της.
Aρθρο 55
Περιορισμοί στις επενδύσεις ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
1. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επενδύουν ποσό τουλάχιστον ίσο με τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις τους από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν εκδώσει, αποκλειστικά στα ακόλουθα στοιχεία:
α) Τα κατωτέρω αναφερόμενα στοιχεία ενεργητικού που σταθμίζονται με μηδενικό συντελεστή πιστωτικού κινδύνου και έχουν επαρκή ρευστότητα:
αα) στοιχεία ταμείου και άλλα ισοδύναμα στοιχεία,
ββ) στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι ή καλύπτονται με ρητή εγγύηση κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών που κατατάσσονται από εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, σύμφωνα με τις ισχύουσες αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τα «Σταθμισμένα κατά Κίνδυνο Χρηματοδοτικά Ανοίγματα, σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση»,
γγ) στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
β) Καταθέσεις όψεως σε πιστωτικά ιδρύματα που κατατάσσονται από εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, σύμφωνα με τις ισχύουσες αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τα «Σταθμισμένα κατά Κίνδυνο Χρηματοδοτικά Ανοίγματα, σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση».
γ) Χρεωστικούς τίτλους, σύμφωνα με την παρ. 19 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄), όπως ισχύει, οι οποίοι πρέπει:
αα) να έχουν επαρκή ρευστότητα,
ββ) να μην περιλαμβάνονται στα στοιχεία της παραγράφου 1 α του παρόντος άρθρου,
γγ) να αναγνωρίζονται ως εγκεκριμένα στοιχεία, κατά την έννοια της παρ. 25 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄), όπως ισχύει, και
δδ) να εκδίδονται από άλλες επιχειρήσεις, εκτός από εκείνες οι οποίες κατέχουν ειδική συμμετοχή στο συγκεκριμένο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ή οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς αυτών των επιχειρήσεων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
2. Οι επενδύσεις, που αναφέρονται στις παραγράφους 1β΄ και 1γ΄ του παρόντος άρθρου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το εικοσαπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και υπόκεινται σε περιορισμούς τουλάχιστον ισοδύναμους προς αυτούς που έχουν θεσπιστεί με τις διατάξεις των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος για την εποπτεία και τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
3. Για την κάλυψη των κινδύνων αγοράς από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και από τις επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να χρησιμοποιούν επαρκούς ρευστότητας στοιχεία εκτός ισολογισμού που σχετίζονται με επιτόκια ή με συναλλαγματικές ισοτιμίες είτε υπό μορφή χρηματοοικονομικών παραγώγων διαπραγματεύσιμων σε οργανωμένη αγορά, κατά την έννοια της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄), όπως ισχύει, στην οποία υπόκεινται σε υποχρεώσεις καθημερινής τήρησης περιθωρίων, είτε υπό μορφή συμβάσεων επί τιμών συναλλάγματος με αρχική προθεσμία λήξεως μέχρι δεκατεσσάρων (14) ημερολογιακών ημερών. Η χρήση των παραγώγων μέσων του προηγούμενου εδαφίου επιτρέπεται υπό τον όρο ότι ο στόχος που επιδιώκεται και που, στο μέτρο του δυνατού, επιτυγχάνεται είναι η πλήρης εξάλειψη των κινδύνων αγοράς.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στους κινδύνους αγοράς που τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος μπορούν να αναλαμβάνουν από τις επενδύσεις που πραγματοποιούν, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
5. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμώνται στη χαμηλότερη τιμή μεταξύ της τιμής κτήσης και της τρέχουσας τιμής αγοράς.
6. Εάν η αξία του συνόλου των στοιχείων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπολειφθεί του ποσού των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του εκδοθέντος ηλεκτρονικού χρήματος, η Τράπεζα της Ελλάδος εξασφαλίζει ότι το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την άμεση αποκατάσταση της απαιτούμενης σχέσης μεταξύ των μεγεθών αυτών. Για το σκοπό αυτόν, και μόνο προσωρινά, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιτρέψει στο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να καλύψει τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του, από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδώσει, με άλλα στοιχεία εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μέχρι ποσού που δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:
α) ποσό ίσο με το 5% των προαναφερθεισών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, ή
β) το ποσό των ιδίων κεφαλαίων του.
Aρθρο 56
Κανόνες εσωτερικής διαχείρισης των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούνται να έχουν χρηστή και συνετή διαχείριση, καλή διοικητική οργάνωση, πρόσφορες λογιστικές διαδικασίες και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, που να ανταποκρίνονται στους χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένα, συμπεριλαμβανομένων του λειτουργικού κινδύνου, και των κινδύνων που συνδέονται με τη συνεργασία με οποιαδήποτε επιχείρηση που διενεργεί λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.
Aρθρο 57
Εποπτεία της τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος
Η τήρηση των υποχρεώσεων του άρθρου 56 του παρόντος νόμου και των εν γένει απαιτήσεων και περιορισμών που καθορίζονται σε σχέση με τη δραστηριότητα των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος αποτελεί αντικείμενο εποπτείας και ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος, με αποφάσεις της οποίας μπορούν να καθορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που υποχρεούνται οποτεδήποτε να της παρέχουν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εξακρίβωσης της τήρησης των απαιτήσεων και των σχετικών περιορισμών.
Aρθρο 58
Εξαιρέσεις
1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 21 του άρθρου 55 του Καταστατικού της, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εξαιρεί ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος από την εφαρμογή διατάξεων του παρόντος νόμου, εφόσον πληρούται τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:
α) Η δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος οδηγεί στην ανάληψη από τον εκδότη συνολικού ποσού χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει κατά κανόνα τα τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ, και ουδέποτε τα τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) ευρώ.
β) Το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο πληρωμής μόνο από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, οι οποίες διενεργούν λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες σχετικές με αυτό το ηλεκτρονικό χρήμα.
γ) Το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο πληρωμής μόνο από περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σαφώς λόγω:
αα) της εγκατάστασής τους σε περιορισμένη περιοχή, ή
ββ) των στενών οικονομικών ή επιχειρηματικών τους σχέσεων με το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, όπως η ύπαρξη κοινών μέσων προώθησης πωλήσεων ή διανομής.
2. Τα υπό στοιχεία β΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου κριτήρια εξαίρεσης αναγνωρίζονται ως τέτοια, εφόσον η δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος οδηγεί σε συνολικό ποσό χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτώ εκατομμυρίων (8.000.000) ευρώ. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναπροσαρμόζει τα όρια των κριτηρίων εξαίρεσης, τα οποία, πάντως, δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνουν, στην περίπτωση του υπό στοιχείο α΄ κριτηρίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ποσά των πέντε και έξι εκατομμυρίων (5.000.000 και 6.000.000) ευρώ, αντίστοιχα.
3. Για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που εξαιρούνται από διατάξεις του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) η ανώτατη ικανότητα αποθήκευσης ανά ηλεκτρονικό υπόθεμα που τίθεται στη διάθεση των κομιστών για τη διενέργεια πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα (150) ευρώ,
β) υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον μία φορά το έτος και μέχρι τρεις (3) μήνες από την περίοδο αναφοράς, έκθεση περί των δραστηριοτήτων τους, η οποία περιλαμβάνει το συνολικό ποσό των συναφών με το ηλεκτρονικό χρήμα χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που υπέχουν, καθώς και άλλα στοιχεία που είναι δυνατόν να καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,
γ) δεν καλύπτονται από τις ρυθμίσεις αμοιβαίας αναγνώρισης που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Aρθρο 59
Συμπληρωματική εφαρμογή διατάξεων
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υπόκεινται, κατΆ αναλογία, στις διατάξεις του παρόντος νόμου για τα πιστωτικά ιδρύματα.
2. Οι διατάξεις των άρθρων 5 παράγραφοι 1, 3 και 4, 11, 18, 19, 23, 27, 28, 88, 89 και 91 του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.
3. Οι ρυθμίσεις για την αμοιβαία αναγνώριση που προβλέπονται στο κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται σε άλλες δραστηριότητες ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
4. Στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος εφαρμόζονται επιπλέον, κατΆ αναλογία, οι διατάξεις με αναφορά σε πιστωτικά ιδρύματα που περιλαμβάνονται:
α) στον κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει,
β) στο ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄), όπως ισχύει και τη λοιπή εν γένει νομοθεσία περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,
γ) στο ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄), όπως ισχύει, και
δ) στο π.δ. 33/2000 (ΦΕΚ 27 Α΄), όπως ισχύει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΦΟΡΤΙΣΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΙΜΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
Aρθρο 60
Υπηρεσιακό - Επαγγελματικό απόρρητο
1. Όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος και οι εντεταλμένοι από την Τράπεζα της Ελλάδος ελε-γκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους σε σχέση με τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή δημόσια αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο Ποινικό Δίκαιο και την Ποινική Δικονομία, καθώς και των διατάξεων του ν. 2331/1995, όπως ισχύει. ΚατΆ εξαίρεση, σε περίπτωση πτώχευσης ή αναγκαστικής εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν δικαστικής απόφασης, επιτρέπεται στα παραπάνω πρόσωπα η ανακοίνωση, στο πλαίσιο των διαδικασιών ιδιωτικού δικαίου, εμπιστευτικών πληροφοριών που δεν αφορούν σε τρίτους που αναμείχθηκαν στις διαδικασίες διάσωσης καθΆ οιονδήποτε τρόπο του πιστωτικού ιδρύματος.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανταλλάσσει, με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών, πληροφορίες που σχετίζονται με τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητές της. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, που σύμφωνα με τις σχετικές κοινοτικές διατάξεις εφαρμόζεται και για τις αρμόδιες αρχές.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος χρησιμοποιεί τις κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου πληροφορίες κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για τους ακόλουθους σκοπούς: α) τον έλεγχο συνδρομής των όρων ανάληψης και άσκησης δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος, και β) τη διευκόλυνση της εποπτείας, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έλεγχο της ρευστότητας, της φερεγγυότητας, της συγκέντρωσης πιστωτικών κινδύνων και της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου, όπως επίσης και για την επιβολή κυρώσεων ή και στο πλαίσιο διοικητικών
ή δικαστικών διαφορών που σχετίζονται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, καθώς και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σχετικά με την άσκηση νομισματικής πολιτικής εντός του ευρωσυστήματος και την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με άλλες εποπτικές αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών αντίστοιχους προς αυτούς που αναφέρονται στα εδάφια α΄ και β΄ της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, μόνον εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.
5. α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφΆ ενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφΆ ετέρου:
(i) του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του π.δ. 437/19 Σεπτεμ. 1985 (ΦΕΚ 157 Α΄), της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων για την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων της,
(ii) των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά τη, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, άσκηση των καθηκόντων τους,
(iii) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και
(iv) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, για την εκπλήρωση της αποστολής τους.
β) Επιπλέον, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφΆ ενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφΆ ετέρου (i) των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των προσώπων και οργάνων των στοιχείων (iii) και (iv) του εδαφίου α΄ της παρούσας παραγράφου, και (ii) προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του Υπουργού Ανάπτυξης κατά την ενάσκηση των καθηκόντων εποπτείας των ανωνύμων εταιρειών, με την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής των εν λόγω αρχών. Εάν ο Υπουργός Ανάπτυξης, κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων του, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του παρόντος εδαφίου ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά. Η ανταλλαγή πληροφοριών λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους ίδιους όρους και αφού ο Υπουργός Ανάπτυξης έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία διαβιβάζονται οι πληροφορίες.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών-μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στα εδάφια α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους, καθώς και σε οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.
δ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφΆ ενός της Τράπεζας της Ελλάδος ως εποπτικής αρχής και αφΆ ετέρου των κεντρικών τραπεζών και τυχόν άλλων οργανισμών, που είτε ασκούν τη νομισματική πολιτική σε άλλα κράτη-μέλη είτε ως δημόσιες αρχές ασκούν επίβλεψη επί των συστημάτων πληρωμών, τα οποία λειτουργούν σε άλλα κράτη-μέλη, για την εκπλήρωση της αποστολής της Τράπεζας της Ελλάδος ως εποπτικής αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, και της αποστολής των λοιπών αρχών.
ε) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε γραφείο συμψηφισμού ή παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο των κρατών-μελών να παρέχει υπηρεσίες συμψηφισμού ή διακανονισμού συναλλαγών στις αγορές χρήματος, διαπραγματεύσιμων τίτλων ή παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, εάν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε σχέση με αδυναμίες εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικές, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές.
στ) Σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, οι λαμβανόμενες από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
6. Η διαβίβαση από την Τράπεζα της Ελλάδος πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών επιτρέπεται μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση των αρχών αυτών και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.
7. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.
8. Στο επαγγελματικό απόρρητο που θεσπίζεται με το παρόν άρθρο υπόκεινται και:
α) οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών με βάση το άρθρο 42 του παρόντος νόμου και
β) τα μέτρα που λαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος με βάση τα στοιχεία α΄ έως ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 62 του παρόντος νόμου.
Aρθρο 61
Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με το νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων
1.α) Οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών που διενεργούν είτε τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Τράπεζα της Ελλάδος, αναφορικά με το πιστωτικό ίδρυμα που ελέγχουν, κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν:
- να αποτελεί ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων,
- να θίξει τη συνέχεια της εκμετάλλευσης του πιστωτικού ιδρύματος ή να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων του πιστωτικού ιδρύματος ή σε διατύπωση επιφυλάξεων επΆ αυτών.
β) Η ίδια υποχρέωση ενημέρωσης της Τράπεζας της Ελλάδος ισχύει για τα ως άνω πρόσωπα όσον αφορά τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο διενέργειας του αναφερόμενου στο εδάφιο α΄ της παρούσας παραγράφου έργου τους σε οικονομική μονάδα που διατηρεί στενούς δεσμούς με το πιστωτικό ίδρυμα, απορρέοντες από δεσμό ελέγχου της παραγράφου 12 του άρθρου 2.
2. Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με τον παρόντα νόμο και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όπως προσαρμόζονται κατά την εφαρμογή της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων:
α) Οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές και οι εταιρείες και κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών που διενεργούν τον τακτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων πιστωτικού ιδρύματος, μετά από σχετική πρόσκληση της Τράπεζας της Ελλάδος που απευθύνεται και στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, λαμβάνουν μέρος σε σύσκεψη με εκπροσώπους της Τράπεζας της Ελλάδος που πραγματοποιείται ετησίως. Αντικείμενο της σύσκεψης αποτελούν οι κυριότερες διαπιστώσεις ή ευρήματα του ελέγχου τα οποία:
i) αξιολογήθηκαν ως ουσιώδη από τους ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές και ετέθησαν υπόψη των αρμόδιων διοικητικών οργάνων ή αρμόδιων στελεχών του πιστωτικού ιδρύματος,
ii) αφορούν την αποτελεσματικότητα και επάρκεια του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου του πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με τη σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων,
iii) αφορούν στοιχεία που προέκυψαν από τον έλεγχο ενοποιούμενων στις οικονομικές καταστάσεις του πιστωτικού ιδρύματος επιχειρήσεων που επηρεάζουν αρνητικά, σε σημαντικό βαθμό, τις οικονομικές καταστάσεις του.
β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, η σύσκεψη που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο α΄ της παρούσας παραγράφου, πραγματοποιείται εκτάκτως και σε διμερή βάση, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Τράπεζας της Ελλάδος και των ορκωτών ελεγκτών-λογιστών, μετά από σχετική ενημέρωση του πιστωτικού ιδρύματος που αφορά ο έλεγχος.
3. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 1 αυτού δεν αποτελεί παράβαση τυχόν υποχρεώσεών τους ως προς τον περιορισμό γνωστοποίησης πληροφοριών που καθιερώνονται με σύμβαση ή νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, ούτε επιφέρει καμία ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄
ΕΠΟΠΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ – ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ – ΚΥΡΩΣΕΙΣ – ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ
Aρθρο 62
Εποπτικά μέτρα
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και των σχετικών αποφάσεών της να προβαίνουν έγκαιρα στις απαραίτητες ενέργειες ή να λαμβάνουν τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστούν ελλείψεις ή αδυναμίες.
2. Για το σκοπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει από αυτή, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και τα ακόλουθα:
α) την τήρηση ιδίων κεφαλαίων καθΆ υπέρβαση του ελαχίστου ύψους που ορίζεται με τις εκάστοτε γενικής εφαρμογής σχετικές αποφάσεις της περί κεφαλαιακής επάρκειας,
β) τη βελτίωση των στρατηγικών, πολιτικών, συστημάτων και διαδικασιών που εφαρμόζονται με βάση τα άρθρα 26 και 28 του παρόντος νόμου,
γ) την εφαρμογή μιας ειδικής, από απόψεως κεφαλαιακής επάρκειας, πολιτικής προβλέψεων ή μεταχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού,
δ) τον περιορισμό ή την τήρηση ορίων ως προς το είδος και την έκταση των δραστηριοτήτων τους ή το δίκτυό τους,
ε) τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματά τους,
στ) τη μη διανομή ή τον περιορισμό της διανομής κερδών και τη μεταφορά τους σε ειδικό αποθεματικό ή το σχηματισμό προβλέψεων.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει ειδικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, καθΆ υπέρβαση του ελαχίστου ορίου που καθορίζεται με τις γενικής ισχύος περί κεφαλαιακής επάρκειας αποφάσεις της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 27 του παρόντος νόμου, στα πιστωτικά ιδρύματα που δεν πληρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή των άρθρων 26 και 28 του παρόντος νόμου και των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων ή στα πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία κατέληξε σε αρνητικές διαπιστώσεις στο πλαίσιο της αξιολόγησης που διενήργησε με βάση τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου, εφόσον κρίνει σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ότι η μεμονωμένη εφαρμογή άλλων μέτρων δεν θα αποφέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Όταν η οικονομική αξία των στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος, που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, μειωθεί κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 20% των ιδίων κεφαλαίων του λόγω αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, η οποία υπερβαίνει το μέγεθος που έχει καθοριστεί για το σκοπό αυτόν με τις γενικής ισχύος αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
β) Όταν οι εντός ομίλου συναλλαγές που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 38 του παρόντος νόμου θέτουν σε κίνδυνο τη χρηματοοικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος.
5. Προκειμένου να αποτραπούν η άσκηση επιρροής ή καταστάσεις προερχόμενες από οποιοδήποτε από τα φυσικά πρόσωπα, μετόχους, που αναφέρονται στο άρθρο 24 του παρόντος νόμου, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων ή να δημιουργήσουν δυσχέρειες στην άσκηση εποπτείας ή να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί στα οικεία πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος και αφού ακούσει τις απόψεις τους, υποδεικνύει τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 64 του παρόντος νόμου.
Aρθρο 63
Παράταση χρόνου εκπλήρωσης υποχρεώσεων - Διορισμός Επιτρόπου
1. Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα παρουσιάζει σημαντικά μειωμένη ρευστότητα με πιθανολογούμενη ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων είναι δυνατόν, για λόγους προστασίας των καταθετών και άλλων πιστωτών του, να δοθεί, με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδίδεται μετά από προηγούμενη ακρόαση των κατά την περίπτωση (i) του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου υπεύθυνων προσώπων του πιστωτικού ιδρύματος, παράταση του χρόνου εκπλήρωσης ορισμένων ή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος για χρονικό διάστημα μέχρι δύο (2) μηνών, που μπορεί να παραταθεί, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, για έναν (1) ακόμη μήνα. Με την ίδια ως άνω απόφαση και για το αυτό χρονικό διάστημα διορίζεται Επίτροπος, εκτός εάν Επίτροπος έχει ήδη διορισθεί στο πιστωτικό ίδρυμα. Κατά τη διάρκεια της ως άνω παράτασης αναστέλλονται οι προθεσμίες και η άσκηση των διαδικαστικών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του πιστωτικού ιδρύματος. Το ίδιο ισχύει για τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και κήρυξης της πτώχευσης. Η παράταση της εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων τερματίζεται αυτοδικαίως με τη λήξη της αναφερόμενης στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος προθεσμίας, μπορεί δε να αρθεί, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, και πριν από την πάροδο του χρόνου που ορίζεται στην προγενέστερη απόφαση. Η παράταση της εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων δεν συνιστά καθεαυτή περίπτωση «μη διαθέσιμης κατάθεσης» κατά την έννοια του άρθρου 6 του ν. 2832/2000 (ΦΕΚ 141 Α΄), όπως ισχύει, ούτε περίπτωση παύσης πληρωμών κατά την έννοια του άρθρου 526 Εμπ. Νόμου.
2. α) Όταν συντρέχει μία εκ των περιπτώσεων υπό στοιχεία (iv), (v) και (vi) της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, αντί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας, να διορίσει στο πιστωτικό ίδρυμα Επίτροπο.
β) Πριν από το διορισμό του Επιτρόπου η Τράπεζα της Ελλάδος διατυπώνει εγγράφως την εξακριβωθείσα παράβαση και τη γνωστοποιεί στο πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο υποχρεούται να υποβάλει, εντός μηνός από τη γνωστοποίηση, τις απόψεις του επί της παραβάσεως. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να καλέσει τα κατά την περίπτωση (i) του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου υπεύθυνα πρόσωπα του πιστωτικού ιδρύματος να αναπτύξουν και προφορικώς ενώπιον αυτής τις απόψεις τους.
γ) Από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα του διορισμού του Επιτρόπου, κάθε πράξη που αφορά στη Διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος είναι άκυρη εάν δεν συνέπραξε και ο Επίτροπος.
δ) Εντός του χρόνου που ορίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, ο Επίτροπος υποχρεούται να υποβάλει προς αυτή έκθεση για την κεφαλαιακή επάρκεια και την εν γένει οικονομική, διοικητική και οργανωτική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος.
ε) Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν της υποβληθείσας έκθεσης του Επιτρόπου και από άλλα στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει, κρίνει ότι οι εργασίες του πιστωτικού ιδρύματος δεν δύνανται να εξακολουθήσουν υπό την παρούσα Διοίκηση, αποφασίζει την ανάθεση της Διοίκησής του στον Επίτροπο.
στ) Ο Επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Η αμοιβή και το εν γένει κόστος που συνεπάγεται η άσκηση των καθηκόντων του Επιτρόπου καλύπτεται από το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει διορισθεί Επίτροπος, σύμφωνα με σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
ζ) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται να αντικαθίσταται ο Επίτροπος ή να τερματίζεται το έργο του.
3. Όταν δυνάμει δικαστικής αποφάσεως προκύπτει άμεσα ή έμμεσα θέμα νομιμότητας ή εγκυρότητας της εκλογής, συγκρότησης, σύνθεσης ή λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος διορίζει Επίτροπο, ο οποίος ασκεί τη Διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών που μπορεί να παρατείνεται. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
Aρθρο 64
Κυρώσεις
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων παραγράφων, η Τράπεζα της Ελλάδος σε περίπτωση παράβασης από πιστωτικό ίδρυμα των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κατΆ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων αποφάσεών της, επιβάλλει στο πιστωτικό ίδρυμα, τους νόμιμους εκπροσώπους και τους διοικούντες αυτό τις κυρώσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 55Α του Καταστατικού της.
2. α) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί συμμετοχή ή αυξηθεί η υφιστάμενη συμμετοχή στο κεφάλαιο πιστωτικού ιδρύματος, χωρίς τη, βάσει του άρθρου 24 του παρόντος νόμου, γνωστοποίηση ή έγκρισή της από την Τράπεζα της Ελλάδος, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει στους κατόχους των συμμετοχών αυτών τις παρακάτω κυρώσεις, διαζευκτικά ή σωρευτικά:
i) Πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών που απέκτησαν τα πρόσωπα αυτά.
ii) Αποκλεισμό από το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στο πιστωτικό ίδρυμα για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, προκειμένου περί φυσικών προσώπων.
β) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής μεγαλύτερης του 5%, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου, ή δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στην παράγραφο 3 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει στα φυσικά πρόσωπα που αφορά η σχετική παράλειψη ή η μη συμμόρφωση, τις κυρώσεις του στοιχείου (ii) του προηγούμενου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.
γ) Στα πρόσωπα που δεν τηρούν την υποχρέωση ενημέρωσης της Τράπεζας της Ελλάδος, βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου, ως προς τη μείωση συμμετοχής, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ύψους μέχρι ποσοστού 5% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάσθηκαν χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή της.
3. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 62 στις υποδείξεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, διαζευκτικά ή σωρευτικά:
α) να επιβάλλει την απομάκρυνση των ανωτέρω προσώπων, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, από το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στο πιστωτικό ίδρυμα,
β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά ή τα νομικά πρόσωπα που αυτά ελέγχουν,
γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή του πιστωτικού ιδρύματος με τα πρόσωπα αυτά ή με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από αυτά.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει την κύρωση του εδαφίου α΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και στα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο γ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, εφόσον δεν διαθέτουν πλέον την απαραίτητη αξιοπιστία και δεν διασφαλίζουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος.
5. Ο Διοικητής ή ο Πρόεδρος, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, οι ελεγκτές, οι αρμόδιοι διευθυντές και οι υπάλληλοι, κάθε πιστωτικού ιδρύματος τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές εφόσον:
i) παραλείπουν ή παραποιούν εκ προθέσεως την εγγραφή σημαντικής συναλλαγής στα βιβλία του,
ii) υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ψευδείς ή ανακριβείς εκθέσεις ή παρέχουν ψευδή ή ανακριβή στοιχεία.
Σε περίπτωση που τα ανωτέρω πρόσωπα αρνούνται ή παρακωλύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο, που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
6. α) Όποιος προβαίνει, κατά παράβαση του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, σε κατΆ επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων ή σε κατΆ επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων, προς το κοινό ή στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, εκτός αν από άλλη διάταξη προβλέπεται βαρύτερη ποινή. Υπεύθυνοι για την παράβαση και υποκείμενοι στις ποινές αυτές θεωρούνται και οι νόμιμοι εκπρόσωποι ή οι ασκούντες τη διοίκηση του νομικού προσώπου.
β) Σε περίπτωση άσκησης οποιασδήποτε δραστηριότητας χωρίς την απαιτούμενη από την ισχύουσα νομοθεσία άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος, η τελευταία μπορεί να επιβάλει κατά του παραβάτη, καθώς και κατά των νόμιμων εκπροσώπων και όσων ασκούν τη διοίκηση αυτού πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, υπολογιζόμενο κατά το άρθρο 55Α του Καταστατικού της.
γ) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα εδάφια α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου, είναι δυνατή η σφράγιση των γραφείων και εγκαταστάσεων του παραβάτη από όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής κατά τους όρους του νόμου, ανεξαρτήτως της επιβολής των παραπάνω ή τυχόν άλλων, προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία, κυρώσεων.
Aρθρο 65
Μέτρα - Κυρώσεις σε πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη-μέλη
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος εφόσον διαπιστώσει ότι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος που διαθέτει υποκατάστημα στην Ελλάδα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός της δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος νόμου, απαιτεί την εκ μέρους του συμμόρφωση προς αυτές. Εάν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφωθεί προς τις διατάξεις αυτές, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος, προκειμένου να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τον τερματισμό αυτής της κατάστασης. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα, παρά τη λήψη των μέτρων αυτών από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής ή λόγω ακαταλληλότητας των μέτρων αυτών ή διότι δεν ελήφθησαν καθόλου τέτοια μέτρα εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος, η Τράπεζα της Ελλάδος, αφού ενημερώσει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους καταγωγής, λαμβάνει προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα ή επιβάλλει κυρώσεις, κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Εφόσον κρίνει τούτο απαραίτητο, απαγορεύει στο πιστωτικό ίδρυμα να διενεργεί νέες πράξεις στην Ελλάδα.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος πριν από την έναρξη της διαδικασίας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να προχωρήσει στα αναγκαία κατά την κρίση της εξασφαλιστικά, εξώδικα ή δικαστικά μέτρα προστασίας των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών ή των άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες, ενημερώνοντας προς το σκοπό αυτόν σχετικά την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος.
3. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος από τις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους καταγωγής του, η Τράπεζα της Ελλάδος απαγορεύει στο πιστωτικό ίδρυμα τη διενέργεια νέων πράξεων στην Ελλάδα και λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα διασφάλισης των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών ή άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες.
4. Η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για την επιβολή κυρώσεων κοινοποιείται και στο υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα.
Aρθρο 66
Μέτρα - Κυρώσεις για τους σκοπούς της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση
1. Με την επιφύλαξη εφαρμογής των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει κατά των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μεικτών εταιρειών συμμετοχών των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 33 του παρόντος νόμου και κατά των υπευθύνων στελεχών τους κυρώσεις ή μέτρα, κατά τα προβλεπόμενα στις επόμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου, με σκοπό είτε την παύση των διαπιστωθεισών παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των σχετικών με την εφαρμογή του αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, είτε την άρση των αιτίων που προκαλούν τις παραβάσεις αυτές. Οι κυρώσεις επιβάλλονται ιδίως σε περίπτωση άρνησης χορήγησης στοιχείων και πληροφοριών στην Τράπεζα της Ελλάδος ή παροχής ανακριβών στοιχείων ή παρακώλυσης με οποιονδήποτε τρόπο των επιτοπίων ελέγχων που διενεργούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή από τις τυχόν αρμόδιες για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση αρχές των άλλων κρατών - μελών.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται να επιβάλλει στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μεικτές εταιρείες συμμετοχών που υπόκεινται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση πιστωτικού ιδρύματος τα μέτρα της παραγράφου 2 του άρθρου 62 του παρόντος νόμου, εφόσον κρίνει ότι η κεφαλαιακή επάρκεια σε επίπεδο ομίλου δεν είναι ικανοποιητική ή ότι εν γένει θέτουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του ομίλου.
3. Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται να επιβάλλει, διαζευκτικά ή σωρευτικά:
α) Την απομάκρυνση των υπευθύνων για τις διαπιστωθείσες παραβάσεις μελών των οργάνων της Διοίκησης της εταιρείας.
β) Την απομάκρυνση των υπευθύνων για τις διαπιστωθείσες παραβάσεις διευθυντικών στελεχών των ως άνω εταιρειών.
γ) Στις χρηματοδοτικές ή μεικτές εταιρείες συμμετοχών και στα πρόσωπα που τις διοικούν ή κατέχουν συμμετοχή σε αυτές, τις κυρώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του παρόντος νόμου, όσον αφορά τη σχέση τους με τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα.
δ) Χρηματικό πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, υπολογιζόμενο κατά το άρθρο 55Α του Καταστατικού της, κατά των χρηματοδοτικών ή μεικτών εταιρειών συμμετοχών που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου, καθώς και κατά των νόμιμων εκπροσώπων και των διοικούντων αυτές.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών στην περίπτωση, ιδίως, που η καταστατική έδρα χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής εταιρείας συμμετοχών ευρίσκεται εκτός του τόπου στον οποίο είναι εγκατεστημένη η κεντρική της διοίκηση ή το κύριο κατάστημά της προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι κυρώσεις ή τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου, παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Aρθρο 67
Μέτρα, κυρώσεις και απόρρητο για χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας περί λειτουργίας της οικείας κατηγορίας χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, οι διατάξεις των άρθρων 8, 60, της παραγράφου 3 του άρθρου 61, 62 και 64 του παρόντος νόμου με εξαίρεση αυτές που προβλέπουν ποινικές κυρώσεις εφαρμόζονται αναλόγως επί χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε ατομική βάση στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία.
2. Επιπλέον η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, σε περίπτωση παράβασης από τα χρηματοδοτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, να επιβάλει την αναστολή της άδειας λειτουργίας τους ή την ανάκληση αυτής, η οποία επιφέρει τη θέση τους σε εκκαθάριση.
3. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και οι όροι αναστολής ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας χρηματοδοτικού ιδρύματος του παρόντος άρθρου.
Aρθρο 68
Εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 (ΦΕΚ 94 Α΄), όπως ισχύει:
α) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος νόμου, αυτό τίθεται υπό εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία διορίζει για το σκοπό αυτόν έναν ή περισσότερους εκκαθαριστές.
β) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη Διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ο οριζόμενος από την Τράπεζα της Ελλάδος εκκαθαριστής.
γ) Ο εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
δ) Από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα της απόφασης περί εκκαθάρισης, το πιστωτικό ίδρυμα απαγορεύεται να δέχεται καταθέσεις. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να περιορίζει και άλλες εργασίες του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος.
ε) Από τη δημοσίευση της απόφασης περί εκκαθάρισης, το πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση. Διαδικασία πτώχευσης που τυχόν έχει αρχίσει διακόπτεται.
2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
Aρθρο 69
Επιμέτρηση - Είσπραξη προστίμων – Δημοσιοποίηση αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος περί επιβολής κυρώσεων - Αστική ευθύνη του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος
1. Κατά την επιμέτρηση των προστίμων και λοιπών κυρώσεων που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, το είδος και η βαρύτητα της παράβασης, η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, η τυχόν καθΆ υποτροπή τέλεση παραβάσεων του παρόντος νόμου, η ανάγκη πρόληψης παρόμοιων παραβάσεων, καθώς και οι τυχόν αρνητικές επιπτώσεις επί των συναλλασσομένων με το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα.
2. Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος καταβάλλονται εντός προθεσμίας οριζόμενης με γενικής ισχύος απόφασή της, αποτελούν έσοδα του Δημοσίου και εισπράττονται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.
3. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που εκδίδονται με βάση τα άρθρα 63 και 68 του παρόντος νόμου, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
4. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις μπορεί να δημοσιοποιούνται, για την ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά, εφόσον αυτή κρίνει ότι η σχετική δημοσιοποίηση δεν συνδέεται με τις εποπτικές απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο και δεν είναι πιθανό να δημιουργήσει κίνδυνο σοβαρής διατάραξης των χρηματοπιστωτικών αγορών ή δυσανάλογης ζημίας στα ενδιαφερόμενα μέρη.
5. Ο Διοικητής, οι Υποδιοικητές, τα μέλη συλλογικών οργάνων και το εν γένει προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος δεν ευθύνονται αστικά έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους εντός των κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιοτήτων τους, καθώς επίσης εντός των λοιπών αρμοδιοτήτων τις οποίες ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος κατΆ ανάθεση δημόσιας εξουσίας, εκτός εάν τα υπαίτια πρόσωπα βαρύνονται με δόλο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ΄
ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΟΜΙΛΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Aρθρο 70
Ορισμοί - Εφαρμογή των λοιπών κεφαλαίων του παρόντος νόμου στις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
1. Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου νοούνται οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) Ως επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών νοούνται οι επιχειρήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄), όπως εκάστοτε ισχύει, εκτός από:
αα) τα πιστωτικά ιδρύματα,
ββ) τις επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν άδεια μόνο για την παροχή υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή για τη λήψη και διαβίβαση εντολών επενδυτών, χωρίς να κατέχουν χρήματα ή τίτλους που ανήκουν στους πελάτες τους, και οι οποίες, για το λόγο αυτόν, δεν μπορούν να βρίσκονται ποτέ σε θέση οφειλέτη έναντι των πελατών τους.
Για τους σκοπούς της άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, ο όρος «επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» περιλαμβάνει και τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κρατών - μελών και άλλων χωρών.
β) Ως ιδρύματα νοούνται τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
γ) Ως μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένη στην Ελλάδα νοείται η επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών η οποία:
(αα) έχει ως θυγατρική επιχείρηση ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή
(ββ) κατέχει συμμετοχή, κατά την έννοια της παραγράφου 10 του άρθρου 33, σε ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, εφόσον δεν είναι η ίδια θυγατρική άλλου ιδρύματος, το οποίο κατέχει άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος - μέλος, ούτε χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών η οποία έχει συσταθεί στην Ελλάδα.
δ) Ως μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένη στην Ε.Ε. νοείται η μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένη σε κράτος - μέλος η οποία δεν είναι θυγατρική άλλου ιδρύματος το οποίο κατέχει άδεια λειτουργίας σε κράτος - μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών η οποία έχει συσταθεί σε οποιοδήποτε κράτος- μέλος.
ε) Ως ίδια κεφάλαια νοούνται, όσον αφορά τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, τα ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο άρθρο 72.
2. Με τους όρους χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος - μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε. και επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών νοούνται οι επιχειρήσεις που ορίζονται στο άρθρο 33 του παρόντος νόμου, με τη διαφορά ότι κάθε αναφορά σε πιστωτικά ιδρύματα λογίζεται ως αναφορά σε ιδρύματα.
3. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος νόμου σε ομίλους επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν πιστωτικό ίδρυμα, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) Ως χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών νοείται το χρηματοδοτικό ίδρυμα του οποίου:
(αα) οι θυγατρικές είναι, είτε αποκλειστικά είτε κυρίως, επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα, εφόσον τουλάχιστον μια από τις επιχειρήσεις αυτές είναι επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, και
(ββ) το οποίο δεν είναι μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών κατά την έννοια της παραγράφου 15 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (ΦΕΚ 84 Α΄).
β) Ως μεικτή εταιρεία συμμετοχών νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών κατά την έννοια της παραγράφου 15 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (ΦΕΚ 84 Α΄), εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές της είναι επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και
γ) Ως αρμόδια Αρχή νοείται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή, κατά περίπτωση, οι εθνικές αρχές άλλων χωρών οι οποίες είναι αρμόδιες να εποπτεύουν τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
4. Ως αναγνωρισμένες επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών τρίτων χωρών νοούνται οι επιχειρήσεις οι οποίες πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) είναι επιχειρήσεις οι οποίες θα καλύπτονταν από τον ορισμό της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αν ήταν εγκατεστημένες σε κράτος - μέλος της Ε.Ε.,
β) είναι επιχειρήσεις που κατέχουν άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα,
γ) είναι επιχειρήσεις οι οποίες υπόκεινται σε κανόνες εποπτείας, τους οποίους οφείλουν να τηρούν σε διαρκή βάση, και οι οποίοι αξιολογούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με τους κανόνες που επιβάλλει το παρόν Κεφάλαιο.
5. Οι λοιποί ορισμοί του παρόντος νόμου ισχύουν στο μέτρο που δεν περιλαμβάνονται ή δεν τροποποιούνται στο παρόν άρθρο.
6. Οι παράγραφοι 5(α) και 5(β) του άρθρου 25 και τα άρθρα 34 και 38 έως 50 εφαρμόζονται και για την εποπτεία και δημοσιοποίηση πληροφοριών των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Όπου στα προαναφερθέντα άρθρα γίνεται αναφορά σε πιστωτικό ίδρυμα ή όπου στα προαναφερθέντα άρθρα και στο παρόν κεφάλαιο γίνεται παραπομπή σε άλλα άρθρα του παρόντος νόμου που αναφέρονται σε πιστωτικό ίδρυμα, λογίζεται, τηρουμένων των αναλογιών, ως αναφορά σε επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εκτός εάν ρητώς ορίζεται διαφορετικά στο παρόν κεφάλαιο. Επίσης κάθε αναφορά στην Τράπεζα της Ελλάδος που περιέχεται στα ίδια ως άνω άρθρα ή στα άρθρα στα οποία αυτά παραπέμπουν, λογίζεται ως αναφορά στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εκτός αν ρητώς ορίζεται διαφορετικά στο παρόν κεφάλαιο.
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 47 παράγραφος 1, όταν ένας όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα, οι πρώτες λέξεις του εν λόγω άρθρου «Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ..... » αντικαθίστανται από την ακόλουθη φράση «Όταν μία επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ...».
7. Οσάκις μια μητρική χρηματοδοτική εταιρία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε. διαθέτει ως θυγατρικές τόσο ένα πιστωτικό ίδρυμα όσο και μια επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, τότε οι διατάξεις για την εποπτεία και δημοσιοποίηση πληροφοριών του παρόντος νόμου εφαρμόζονται για την εποπτεία των ιδρυμάτων με τρόπο ώστε όπου αναφέρεται πιστωτικό ίδρυμα να νοείται ίδρυμα.
8. Το άρθρο 44 εφαρμόζεται επίσης για την έγκριση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων ιδρυμάτων κατά τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο εφόσον η αίτηση υποβάλλεται από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ε.Ε. και θυγατρικές του ή από μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένης στην Ε.Ε. και θυγατρικές της ή από κοινού από θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρίας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ε.Ε.. Η προθεσμία για την ως άνω έγκριση είναι εξάμηνη.
Aρθρο 71
Πλαίσιο διακυβέρνησης και συστήματα εσωτερικού ελέγχου των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
1. Κάθε επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που εδρεύει στην Ελλάδα οφείλει να διαθέτει ένα άρτιο και αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς κανόνες ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών.
2. Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο πρέπει να είναι λεπτομερείς και ανάλογα προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και να καλύπτουν τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεχόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, κατά τα εκάστοτε προβλεπόμενα από τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.
Aρθρο 72
Ίδια κεφάλαια, κεφαλαιακές απαιτήσεις
1. Οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών οφείλουν να διαθέτουν, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, ίδια κεφάλαια, τα οποία, σε διαρκή βάση πρέπει τουλάχιστον να ισούνται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων, για την κάλυψη:
α) του πιστωτικού κινδύνου, περιλαμβανομένου και του κινδύνου απομείωσης εισπρακτέων απαιτήσεων,
β) των κινδύνων συναλλάγματος, βασικών εμπορευμάτων και του λειτουργικού κινδύνου, και
γ) των κινδύνων θέσης, διακανονισμού και αντισυμβαλλομένου και των υπερβάσεων των ορίων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, που απορρέουν από τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
2. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ορίζεται:
α) το είδος και το ύψος των ιδίων κεφαλαίων που οφείλουν να διαθέτουν οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και
β) ο τρόπος υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των αναφερόμενων στην προηγούμενη παράγραφο κινδύνων, ο οποίος περιλαμβάνει τουλάχιστον:
(αα) τις μεθόδους, που βασίζονται σε προκαθορισμένους συντελεστές ανά κατηγορία κινδύνου και
(ββ) τις εξελιγμένες μεθόδους, οι οποίες βασίζονται σε εσωτερικά υποδείγματα κάθε επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
3. Οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών δύνανται να επιλέγουν για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους είτε τις μεθόδους που βασίζονται σε προκαθορισμένους συντελεστές ανά κατηγορία κινδύνου, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, είτε τις εξελιγμένες μεθόδους. Η εφαρμογή των εξελιγμένων μεθόδων επιτρέπεται μόνο ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία παρέχεται εφόσον κρίνει ότι εκπληρούνται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια, που ορίζονται στις σχετικές αποφάσεις της.
4. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται με απόφασή του να καθορίζει κατώτερα ίδια κεφάλαια και διαφορετικό τρόπο υπολογισμού τους, από τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 3 σε επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών:
α) οι οποίες δεν διαθέτουν άδεια για την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών της διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό, της αναδοχής χρηματοπιστωτικών μέσων και της τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, ή
β) οι οποίες κατέχουν αρχικό κεφάλαιο κατά τα οριζόμενα στην Οδηγία 2006/49/ΕΚ και:
(βα) πραγματοποιούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με μόνο σκοπό την εκτέλεση εντολών πελατών ή με σκοπό την απόκτηση πρόσβασης σε σύστημα εκκαθάρισης και διακανονισμού ή σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο οσάκις ενεργούν υπό την ιδιότητα πράκτορα ή εκτελούν εντολή πελάτη, και
(ββ) δεν κατέχουν χρήματα ή τίτλους πελατών, πραγματοποιούν συναλλαγές μόνο για ίδιο λογαριασμό, δεν διαθέτουν εξωτερικούς πελάτες και πραγματοποιούν συναλλαγές των οποίων η εκτέλεση και ο διακανονισμός τελούν υπό την ευθύνη και την εγγύηση του αναγνωρισμένου φορέα εκκαθάρισης ή
γ) των οποίων το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(αα) οι συναλλαγές του χαρτοφυλακίου συναλλαγών δεν υπερβαίνουν κανονικά το 5% των συνολικών συναλλαγών τους,
(ββ) το σύνολο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους δεν υπερβαίνει κανονικά το ποσό των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ και
(γγ) οι συναλλαγές του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους δεν υπερβαίνει ποτέ το 6% των συνολικών τους συναλλαγών, οι δε θέσεις τους δεν υπερβαίνουν ποτέ συνολικά το ποσό των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ.
Aρθρο 73
Στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
1. Οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών οφείλουν να διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες, για την αξιολόγηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των ιδίων κεφαλαίων που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβουν.
2. Οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση και αξιολόγηση από τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ώστε να εξασφαλίζεται ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, το επίπεδο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.
Aρθρο 74
Δημοσιοποίηση πληροφοριών από τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
1. Οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών οφείλουν να δημοσιοποιούν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, στοιχεία και πληροφορίες, όσον αφορά την οικονομική τους θέση και την ακολουθούμενη από αυτά πολιτική ως προς την ανάληψη και διαχείριση κινδύνων με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά. Επίσης, οφείλουν, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 71, να υιοθετούν πολιτική συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που εκάστοτε θεσπίζει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δυνάμει των άρθρων 80 και 81, καθώς και πολιτικές αξιολόγησης των δημοσιοποιήσεων όσον αφορά ιδίως την καταλληλότητα, την επαλήθευση και τη συχνότητά τους.
2. Οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών δύνανται να προσδιορίζουν τον κατάλληλο τρόπο, τόπο, συχνότητα και μέσο επαλήθευσης για την αποτελεσματική συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης, που απορρέουν από το παρόν Κεφάλαιο. Στο μέτρο του δυνατού, όλες οι δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούνται με τα ίδια μέσα ή στον ίδιο τόπο. Η επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών περιλαμβάνει τις σχετικές δημοσιοποιήσεις στις οικονομικές της καταστάσεις ή εναλλακτικά αναφέρει τα μέσα και τον τόπο, όπου υπάρχουν διαθέσιμες οι εν λόγω δημοσιοποιήσεις.
3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται:
(α) να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις γνωστοποίησης των στοιχείων και πληροφοριών και να καθορίζονται τα κριτήρια για τη δημοσιοποίησή τους και
(β) να καθορίζονται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια, βάσει των οποίων θα επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 και την παράγραφο 1, η μη δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων και πληροφοριών.
Aρθρο 75
Υποχρεώσεις εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σε ατομική βάση
1. Οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που εδρεύουν στην Ελλάδα και υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση συμμορφώνονται σε ατομική βάση με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 71 και 72 και στις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προβλέπονται στα άρθρα 72 και 81, περιλαμβανομένων των αποφάσεων περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων.
2. Οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που εδρεύουν στην Ελλάδα και δεν υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην Ελλάδα με βάση τον παρόντα νόμο ή εξαιρούνται από την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην Ελλάδα, κατΆ εφαρμογή του άρθρου 37, οφείλουν να συμμορφώνονται σε ατομική βάση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 23 και 73.
3. Οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που εδρεύουν στην Ελλάδα και δεν υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος ή εξαιρούνται από την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη - μέλη, οφείλουν να συμμορφώνονται, σε ατομική βάση, με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 74. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που εδρεύουν στην Ελλάδα και είναι θυγατρικές μητρικής επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών η οποία είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει ότι η υποχρεωτική δημοσιοποίηση στοιχείων και πληροφοριών στην οποία προβαίνει σε ενοποιημένη βάση η μητρική επιχείρηση δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα στοιχεία και πληροφορίες με αυτά που δημοσιοποιούνται δυνάμει του παρόντος νόμου.
Aρθρο 76
Εξαιρέσεις από τις υποχρεώσεις εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σε ατομική βάση
1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιτρέπεται η εξαίρεση από την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 75 κάθε επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών:
(α) Η οποία αποτελεί θυγατρική άλλης επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον τόσο η θυγατρική όσο και η μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών έχουν άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η θυγατρική περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία της μητρικής επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και συντρέχουν όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα κατανεμημένα μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της:
(αα) Δεν υφίσταται ούτε προβλέπεται να υπάρξει οποιοδήποτε ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση των υποχρεώσεων της θυγατρικής από τη μητρική επιχείρηση.
(ββ) Η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει ή θα αναλάβει η θυγατρική ή ότι οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι.
(γγ) Οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν και την εξαιρούμενη θυγατρική.
(δδ) Η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50% των δικαιωμάτων ψήφου στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των προσώπων του συλλογικού οργάνου διοίκησης στο οποίο έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην υποπερίπτωση (i) της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 5.
(β) Η οποία αποτελεί θυγατρική χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, εφόσον η εν λόγω μητρική επιχείρηση έχει συσταθεί στην Ελλάδα και υπόκειται στο ίδιο καθεστώς εποπτείας με τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με βάση ιδίως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 77.
(γ) Η οποία αποτελεί μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον έχει λάβει άδεια λειτουργίας και υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και επιπροσθέτως συντρέχουν σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα κατανεμημένα μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της:
(αα) Δεν υφίσταται ούτε προβλέπεται να υπάρξει οποιοδήποτε ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων της μητρικής από τη θυγατρική ή τις θυγατρικές επιχειρήσεις της.
(ββ) Οι διαδικασίες της θυγατρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν και την εξαιρούμενη μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
2. Στην απόφαση της παραγράφου 1 καθορίζονται τα κριτήρια, με βάση τα οποία διασφαλίζεται ότι δεν υφίσταται ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την κάλυψη υποχρεώσεων.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 1 και δημοσιοποιεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50, τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) τα κριτήρια, με βάση τα οποία διασφαλίζεται ότι δεν υφίσταται ούτε προβλέπεται να υπάρξει οποιοδήποτε ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την κάλυψη υποχρεώσεων, κατά τα προβλεπόμενα στο στοιχείο (αα) του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 και στο στοιχείο (αα) του εδαφίου γ΄ της ίδιας παραγράφου,
(β) τον αριθμό των μητρικών επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που εμπίπτουν στην εξαίρεση του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 1, καθώς και εκείνων εξ αυτών που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα,
(γ) συνολικά, όσον αφορά την Ελλάδα:
(αα) το συνολικό ύψος των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση των μητρικών επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που εμπίπτουν στην εξαίρεση του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 1, το οποίο διατηρείται σε θυγατρικές επιχειρήσεις που εδρεύουν σε τρίτες χώρες,
(ββ) το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων του στοιχείου (αα) επί των συνολικών ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση των μητρικών επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,
(γγ) το ποσοστό που αντιπροσωπεύει το ύψος των ιδίων κεφαλαίων της υποπερίπτωσης (αα) επί των συνολικών ελάχιστων απαιτούμενων, βάσει του άρθρου 72, ιδίων κεφαλαίων των ανωτέρω μητρικών επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
Aρθρο 77
Υποχρεώσεις εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σε ενοποιημένη βάση
1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 75, 76 και 79, οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών συμμορφώνονται, σε ενοποιημένη βάση, στο βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 40, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζουν τα άρθρα 23, 72 και 73 και οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προβλέπονται στα άρθρα 72 και 81, περιλαμβανομένων και των αποφάσεων περί μεγάλων χρηματοδοτικών
ανοιγμάτων, όσον αφορά την ενοποιημένη οικονομική κατάσταση της μητρικής επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή της μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, κατά περίπτωση. Όταν μια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε άλλο κράτος - μέλος ελέγχει επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, το προηγούμενο εδάφιο ισχύει μόνο για τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στις οποίες ασκείται εποπτεία σε ενοποιημένη βάση δυνάμει του παρόντος νόμου.
2. Οι θυγατρικές επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών τηρούν τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και σε υποενοποιημένη βάση όταν αυτές οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή η μητρική επιχείρηση, εφόσον πρόκειται για χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, διαθέτουν σε τρίτη χώρα θυγατρική που αποτελεί επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τον ορισμό της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006, ή διαθέτουν συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση.
3. Οι μητρικές και θυγατρικές επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζει το άρθρο 71 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι εσωτερικές ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν χαρακτηρίζονται από συνέπεια, ότι είναι ολοκληρωμένοι και ότι μπορούν να χορηγούν όλα τα απαιτούμενα για την εποπτεία στοιχεία και πληροφορίες.
4. Οι εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση μητρικές επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που ελέγχονται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες υπόκεινται στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε ενοποιημένη βάση, δυνάμει του παρόντος νόμου, συμμορφώνονται εκτός από τις υποχρεώσεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου και με τις υποχρεώσεις που θεσπίζει το άρθρο 74, όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των οικονομικών καταστάσεων των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, κατά περίπτωση.
5. Στην περίπτωση που μία επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών είναι μητρική επιχείρηση ενός πιστωτικού ιδρύματος, τότε υπόκειται στις απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση μόνο η εν λόγω μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
6. Στην περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα είναι μητρική επιχείρηση μιας επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, τότε υπόκειται στις απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση μόνο το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
7. Στην περίπτωση που μία χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών είναι μητρική επιχείρηση ενός πιστωτικού ιδρύματος και μιας επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται στις απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση που προκύπτουν με βάση την ενοποιημένη χρηματοοικονομική κατάσταση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών.
Aρθρο 78
Εξαιρέσεις από τις υποχρεώσεις εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σε ενοποιημένη βάση
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί στις ακόλουθες περιπτώσεις να εξαιρεί από την υποχρέωση να περιληφθεί στην ενοποίηση επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών οι οποίες αποτελούν θυγατρικές ή στις οποίες υφίσταται συμμετοχή, εφόσον συντρέχει μια τουλάχιστον από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
α) η επιχείρηση βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών,
β) η επιχείρηση είναι, κατά τη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αμελητέα σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή ο συνολικός ισολογισμός της εν λόγω επιχείρησης δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα ακόλουθα δύο ποσά:
(αα) δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ, ή
(ββ) το 1% του συνολικού ισολογισμού της μητρικής ή της κατέχουσας τη συμμετοχή επιχείρησης,
γ) κατά τη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης αντενδείκνυται ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε λανθασμένη εκτίμηση όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
2. ΚατΆ εξαίρεση, αν περισσότερες της μιας επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση εφόσον, ως σύνολο, παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον για τους σκοπούς της εποπτείας.
3. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δύναται να εξαιρείται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εν όλω ή εν μέρει, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που είναι θυγατρική άλλης μητρικής επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, η οποία εδρεύει σε τρίτη χώρα και υπόκειται σε τουλάχιστον ισοδύναμες υποχρεώσεις δημοσιοποίησης σε ενοποιημένη βάση, εφόσον η θυγατρική επιχείρηση περιλαμβάνεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής επιχείρησης.
Aρθρο 79
Υποχρεώσεις εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο μερικής ενοποίησης
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιτρέψει κατά περίπτωση, θέτοντας συγκεκριμένες προϋποθέσεις, σε μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένη στην Ελλάδα να συμπεριλάβει στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων και των κεφαλαιακών απαιτήσεών της, για τους σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 75, θυγατρικές της που πληρούν τα κριτήρια των υποπεριπτώσεων (γγ) και (δδ) της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 76 και των οποίων τα ουσιώδη χρηματοδοτικά ανοίγματα ή οι ουσιώδεις υποχρεώσεις υφίστανται έναντι της εν λόγω μητρικής επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Solo Consolidation).
2. Η δυνατότητα της παραγράφου 1 παρέχεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αποδεικνύει πλήρως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις συνθήκες και τις ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των νομικών ρυθμίσεων, βάσει των οποίων δεν υφίσταται ούτε προβλέπεται να υπάρξει οποιοδήποτε ουσιαστικό ή νομικό κώλυμα στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων που οφείλονται από τη θυγατρική στη μητρική επιχείρηση.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σε ετήσια βάση τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών ή της τρίτης χώρας, αν η θυγατρική εδρεύει σε τρίτη χώρα, σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 1 και δημοσιοποιεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50, τις αντίστοιχες πληροφορίες, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 76.
Aρθρο 80
Αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί την εποπτεία σε ατομική και ενοποιημένη βάση, επί των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, που εδρεύουν στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων τους, που είναι εγκατεστημένα σε κράτη - μέλη ή σε τρίτες χώρες.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί ομίλων που υπόκεινται με βάση τον παρόντα νόμο σε εποπτεία επί ενοποιημένης βάσης εφόσον δεν περιλαμβάνουν κανένα πιστωτικό ίδρυμα ή των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένη στην Ελλάδα.
3. Η εποπτεία που ασκεί η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και την εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ιδίως μέσω της αποφυγής συγκέντρωσης κινδύνων και της συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 71 έως 74.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
α) συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών- μελών ιδίως οσάκις οι επενδυτικές υπηρεσίες παρέχονται βάσει της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή μέσω της εγκατάστασης υποκαταστημάτων,
β) ανταλλάσσει με τις ως άνω αρμόδιες αρχές, μετά από σχετική αίτηση, κάθε πληροφορία που μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων και ιδίως τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στην Οδηγία 2006/49/ΕΚ.
5. Κάθε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπεται στον παρόντα νόμο και στην Οδηγία 2006/49/ΕΚ, ως επίσης και κάθε στοιχείο ή πληροφορία που συλλέγονται στο πλαίσιο της εποπτείας, υπόκειται στις ακόλουθες υποχρεώσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου:
α) για τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ισχύουν οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 54 και 58 της Οδηγίας 2004/39//ΕΚ·
β) για τα πιστωτικά ιδρύματα, ισχύουν οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 60 του παρόντος νόμου.
Aρθρο 81
Εξουσιοδοτήσεις
1. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου:
α) να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες,
β) να λαμβάνει γενικά μέτρα, που αφορούν όλες τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή ορισμένη κατηγορία αυτών,
γ) να λαμβάνει ειδικά μέτρα, που αφορούν συγκεκριμένη επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, και
δ) να προβαίνει στην αξιολόγηση και τη διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γραπτών επεξηγήσεων, εφόσον ζητηθεί, καθώς και μέσω της διενέργειας εκ μέρους της δειγματοληπτικών ελέγχων,
ε) να προβαίνει στη θέσπιση κανόνων σχετικά με τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, δύναται, λαμβάνοντας υπόψη τις Οδηγίες 2006/49/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, να προβαίνει ιδίως στις κάτωθι ενέργειες:
α) Να αξιολογεί τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
β) Να καθορίζει τα απαιτούμενα κριτήρια, για να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των επιχειρήσεων αυτών προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου και να αξιολογεί τους κινδύνους τους οποίους έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν οι επιχειρήσεις αυτές.
γ) Να καθορίζει:
(αα) τα κριτήρια και τις εν γένει υποχρεώσεις των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών όσον αφορά τη δημοσιοποίηση εκ μέρους τους ή και την παράλειψη της δημοσιοποίησης στοιχείων και πληροφοριών, με βάση το άρθρο 74,
(ββ) μεγαλύτερο αριθμό δημοσιοποιήσεων και μεγαλύτερη συχνότητα για μια ή περισσότερες από τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται κατΆ εφαρμογή της ανωτέρω υποπερίπτωσης (αα),
(γγ) τις προθεσμίες δημοσιοποίησης,
(δδ) τα μέσα και τόπους δημοσιοποίησης, επιπλέον ή κατά παρέκκλιση από εκείνα που ισχύουν για τις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,
(εε) τη χρησιμοποίηση ειδικών μέσων επαλήθευσης για τις δημοσιοποιήσεις που δεν καλύπτονται από τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και
(ζζ) ποιες δημοσιοποιήσεις των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οι οποίες πραγματοποιούνται δυνάμει άλλων διατάξεων της νομοθεσίας, θεωρεί ισοδύναμες προς τις απαιτούμενες κατΆ εφαρμογή της υποπερίπτωσης (αα).
δ) Να καθορίζει τα κριτήρια:
(αα) για την αναγνώριση των εξωτερικών οργανισμών πιστοληπτικής αξιολόγησης ως επιλέξιμων, ανεξαρτήτως της χώρας έδρας τους, για τους σκοπούς εφαρμογής των απόφασεών της περί «Σταθμισμένων κατά Κίνδυνο Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων, σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση», ώστε να διασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία αξιολόγησης που εφαρμόζουν ικανοποιεί τις απαιτήσεις για αντικειμενικότητα, ανεξαρτησία, διαφάνεια, υπόκειται σε διαρκή αναθεώρηση για ενδεχόμενη αναπροσαρμογή της, καθώς και ότι η εκάστοτε αξιολόγηση που προκύπτει είναι αξιόπιστη και διενεργείται με διαφανή τρόπο,
(ββ) για τον προσδιορισμό με αντικειμενικό και συνεπή τρόπο των βαθμίδων πιστωτικής ποιότητας που καθορίζονται με βάση την αναφερόμενη στην ανωτέρω περίπτωση (αα) απόφασή της, με τις οποίες πρέπει να αντιστοιχηθεί κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση που πραγματοποιείται από επιλέξιμο εξωτερικό οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης.
ε) Να αναγνωρίζει, χωρίς να προβεί σε δική της, κατά περίπτωση, αξιολόγηση ή αντιστοίχηση:
(αα) έναν εξωτερικό οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης ως επιλέξιμο για τον ανωτέρω σκοπό εφόσον αυτός έχει αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών - μελών ή την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και
(ββ) την αντιστοίχηση των πιστωτικών αξιολογήσεων του κατά την ανωτέρω περίπτωση αναγνωρισμένου οργανισμού, την οποία έχουν καθορίσει οι αρμόδιες αρχές άλλων κρατών - μελών ή η Τράπεζα της Ελλάδος.
στ) Να καθορίζει το είδος και τη συχνότητα υποβολής στοιχείων από τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στην εποπτεία της με βάση τον παρόντα νόμο.
ζ) Να επιτρέπει τη χρήση από τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών των πιστοληπτικών αξιολογήσεων οργανισμών εξαγωγικών πιστώσεων για τους σκοπούς στάθμισης ανοιγμάτων έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με τις αποφάσεις της περί των «Σταθμισμένων κατά Κίνδυνο Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων, σύμφωνα με την Τυποποιημένη Προσέγγιση», εάν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(αα) πρόκειται για συναινετική βαθμολόγηση κινδύνου από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων που συμμετέχουν στο «Διακανονισμό περί κατευθυντηρίων γραμμών στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης» του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), ή
(ββ) ο οργανισμός εξαγωγικών πιστώσεων δημοσιεύει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις του και εφαρμόζει τη μεθοδολογία που έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο του Ο.Ο.Σ.Α., και η πιστοληπτική αξιολόγηση συνδέεται με ένα από τα οκτώ ελάχιστα ασφάλιστρα εξαγωγικών πιστώσεων (ΕΑΕΠ) που προβλέπονται από τη μεθοδολογία αυτή.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου δύναται, στο πλαίσιο άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση να καθορίζει τις πληροφορίες που δημοσιοποιούν σε ατομική ή σε υποενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις οι σημαντικές θυγατρικές μητρικών επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και οι σημαντικές θυγατρικές μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
4. Με τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προβλέπονται στο παρόν Κεφάλαιο, θεσπίζονται, κατΆ εξαίρεση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των κοινοτικών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις κοινοτικές διατάξεις που αφορούν κατά κύριο λόγο τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Aρθρο 82
Εποπτικά μέτρα
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί από τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του νόμου αυτού και των σχετικών αποφάσεών της, να προβαίνουν εγκαίρως στις απαραίτητες ενέργειες ή να λαμβάνουν τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστούν ελλείψεις ή αδυναμίες.
2. Για το σκοπό της παραγράφου 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί από τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και τα ακόλουθα:
(α) την τήρηση ιδίων κεφαλαίων καθΆ υπέρβαση του ελαχίστου ύψους που ορίζεται με τις εκάστοτε γενικής εφαρμογής σχετικές αποφάσεις της περί κεφαλαιακής επάρκειας,
(β) τη βελτίωση των στρατηγικών, πολιτικών, συστημάτων και διαδικασιών που εφαρμόζονται με βάση τα άρθρα 71 και 73 του παρόντος νόμου,
(γ) την εφαρμογή μιας ειδικής, από απόψεως κεφαλαιακής επάρκειας, πολιτικής προβλέψεων ή μεταχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού,
(δ) τον περιορισμό ή την τήρηση ορίων ως προς το είδος και την έκταση των δραστηριοτήτων τους ή το δίκτυό τους,
(ε) τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματά τους,
(στ) την απαγόρευση ή τον περιορισμό της διανομής κερδών και τη μεταφορά τους σε ειδικό αποθεματικό ή το σχηματισμό προβλέψεων.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλει ειδικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, καθΆ υπέρβαση του ελαχίστου ορίου που καθορίζεται με τις γενικής ισχύος περί κεφαλαιακής επάρκειας αποφάσεις της, στις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που δεν πληρούν τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από την εφαρμογή των άρθρων 71 και 73 του παρόντος και των αποφάσεών της που προβλέπονται στα άρθρα 72 και 81 ή στις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών για τις οποίες κατέληξε σε αρνητικές διαπιστώσεις στο πλαίσιο της αξιολόγησης που διενήργησε με βάση τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 81 του παρόντος, σε περίπτωση κατά την οποία κρίνει ότι η μεμονωμένη εφαρμογή άλλων μέτρων δεν θα αποφέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Aρθρο 83
Κυρώσεις
Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ανακλήσεως αδείας λειτουργίας επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλει στην επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, τους νόμιμους εκπροσώπους και τους διοικούντες αυτή επίπληξη ή πρόστιμο μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ. Η επιβολή των κυρώσεων του προηγούμενου εδαφίου δεν κωλύει τη σωρευτική επιβολή και λοιπών κυρώσεων της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς σε περίπτωση παράβασης, δια των ιδίων πράξεων ή παραλείψεων, και άλλων διατάξεων της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς.
Aρθρο 84
Απαλλαγή από την υποχρέωση εφαρμογής
των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ενοποιημένη βάση
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως οι κατά περίπτωση αρμόδιες για την άσκηση της Εποπτείας σε ενοποιημένη βάση αρχές, με βάση τον παρόντα νόμο, ομίλων που περιλαμβάνουν πιστωτικό ίδρυμα και επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών δύνανται να χορηγούν, κατά περίπτωση, απαλλαγή από την εφαρμογή των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων, καθορίζοντας αντίστοιχα με σχετικές αποφάσεις τους τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ως άνω απαλλαγής, καθώς και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η εν λόγω απαλλαγή, σύμφωνα με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία.
2. Σε περίπτωση χρήσης της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου:
α) Οι ως άνω εποπτικές αρχές λαμβάνουν άλλα ανάλογα μέτρα για την εποπτεία των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων σε ολόκληρο τον όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που δεν είναι εγκατεστημένες σε κανένα κράτος-μέλος.
β) Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 28 και 29 ή 73 και 74 αντίστοιχα κατά περίπτωση του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε ατομική βάση, τα προβλεπόμενα δε στην παράγραφο 5 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται για την εποπτεία των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σε ατομική βάση.
3. Στην περίπτωση ομίλου που δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαλλάσσει τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών από την εφαρμογή των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων ορίζοντας τις σχετικές προϋποθέσεις.
Aρθρο 85
Διακριτική ευχέρεια εποπτικών αρχών για αναγνώριση του συμψηφισμού θέσεων
H Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως οι κατά περίπτωση αρμόδιες για την άσκηση της Εποπτείας σε ενοποιημένη βάση αρχές με βάση τον παρόντα νόμο, δύνανται να επιτρέπουν, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται αντίστοιχα με σχετικές αποφάσεις τους, κατΆ εφαρμογή των Οδηγιών 2006/48/ ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, το συμψηφισμό των θέσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, των θέσεων σε συνάλλαγμα και σε βασικά εμπορεύματα ενός ιδρύματος με τις αντίστοιχες θέσεις άλλου ιδρύματος ή επιχειρήσεων τρίτων χωρών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Aρθρο 86
Δαπάνες εποπτείας
Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να καθορίζει ότι, κατά την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του Καταστατικού της, οι σχετικές με τον έλεγχο δαπάνες βαρύνουν τα εποπτευόμενα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα. Στην περίπτωση αυτή προσδιορίζει επίσης το κατά περίπτωση ύψος των δαπανών, τα κριτήρια βάσει των οποίων αυτές μπορεί να διαφοροποιούνται κατά κατηγορία εποπτευόμενων ιδρυμάτων ή ελεγχόμενων δραστηριοτήτων, τον τρόπο είσπραξης των δαπανών και κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Aρθρο 87
Τροποποίηση του καταστατικού των πιστωτικών ιδρυμάτων
1. Η διαδικασία για την έγκριση της τροποποίησης του καταστατικού των πιστωτικών ιδρυμάτων διέπεται από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις. Απαιτείται έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος για την τροποποίηση που αφορά το είδος των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και σε κάθε περίπτωση μείωσης ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου η οποία δεν καλύπτεται ολοσχερώς με μετρητά, είτε οι πράξεις αυτές συνοδεύονται από τροποποίηση των καταστατικών διατάξεων είτε όχι.
2. Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α΄), όπως ισχύει, απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος για κάθε τροποποίηση του καταστατικού τους. Η έγκριση αυτή αποτελεί προϋπόθεση για την κατά νόμο καταχώριση του περιλαμβάνοντος την τροποποίηση καταστατικού στο μητρώο συνεταιρισμών του αρμόδιου ειρηνοδικείου.
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος τις τροποποιήσεις που δεν υπόκεινται σε έγκρισή της μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασης.
Aρθρο 88
Εκτοκισμός δανείων ή λοιπών πιστώσεων
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τη λογιστικοποίηση των τόκων των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτικές μισθώσεις με βάση το ν. 1665/1986 (ΦΕΚ 194 Α΄), μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων ή λοιπών πιστώσεων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες προκειμένου περί οφειλών από δάνεια προς φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα και τους τρεις (3) μήνες προκειμένου για οφειλές από λοιπές πιστοδοτήσεις. Μετά την πάροδο του ως άνω διαστήματος επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανομένων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και εξ ανατοκισμού όπου επιτρέπεται, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά προκειμένου περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του τριμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων προκειμένου να μην παύσει ο εκτοκισμός των δανείων ή λοιπών πιστώσεων.
2. Απαγορεύεται σε πιστωτικό ίδρυμα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου να χορηγεί νέα δάνεια για την πληρωμή οφειλόμενων σε αυτό ληξιπρόθεσμων τόκων με αποτέλεσμα την αναστολή εφαρμογής της διάταξης της εν λόγω παραγράφου, καθώς και να προβαίνει σε ρύθμιση οφειλών ισοδύναμου αποτελέσματος εκτός εάν πρόκειται για σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών του δανειολήπτη, που θα στηρίζεται σε εμπεριστατωμένη μελέτη από το πιστωτικό ίδρυμα της δυνατότητας εξυπηρέτησης των ρυθμιζόμενων οφειλών με βάση συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.
Απαγορεύεται επίσης στα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα η κεφαλαιοποίηση τόκων, που δεν προβλέπεται σε αρχική δανειακή σύμβαση μεσομακροπρόθεσμης χρηματοδότησης ή σε σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών, κατά το αμέσως προηγούμενο εδάφιο.
3. Εξουσιοδοτείται η Τράπεζα της Ελλάδος να παρέχει διευκρινιστικές οδηγίες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν επηρεάζουν τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Aρθρο 89
Παροχή ασφάλειας υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος
1. Επί των κατατιθέμενων υποχρεωτικά ή προαιρετικά εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδος περιουσιακών στοιχείων η Τράπεζα της Ελλάδος έχει νόμιμο ενέχυρο για την κάλυψη των κάθε είδους απαιτήσεών της στο πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής και από συναλλαγές μέσω συστημάτων πληρωμών και εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών. Εφόσον οι ανωτέρω απαιτήσεις δεν καλύπτονται μέσω του ενεχύρου, οι οφειλέτες υποχρεούνται να το συμπληρώνουν αμέσως.
2. Οι συνιστώμενες από πιστωτικό ίδρυμα ασφάλειες επί κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος ή υπέρ άλλης κεντρικής τράπεζας μέλους του ευρωσυστήματος ασφαλίζουν ως ομάδα με κυμαινόμενη σύνθεση όλες τις απαιτήσεις τους στο πλαίσιο πράξεων νομισματικής πολιτικής και παροχής ενδοημερήσιας ρευστότητας σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος. Στην περίπτωση αυτή το πιστωτικό ίδρυμα δεν επιτρέπεται χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της ασφα-λειολήπτριας κεντρικής τράπεζας να αποσύρει ή/και να διαθέτει περαιτέρω τα δοθέντα ως ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία.
3. Η αναγγελία προς τον οφειλέτη της σύστασης ασφάλειας από πιστωτικό ίδρυμα υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος ή άλλης κεντρικής τράπεζας μέλους του ευρωσυστήματος, στο πλαίσιο πράξεων νομισματικής πολιτικής ή παροχής ενδοημερήσιας ρευστότητας, επί απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος από χορηγηθέν προς τον οφειλέτη δάνειο ή πίστωση οποιασδήποτε μορφής, δημιουργεί προτεραιότητα έναντι κάθε μεταγενέστερης αναγγελίας σύστασης ασφάλειας επί απαιτήσεων από το ίδιο δάνειο ή πίστωση, καθΆ οιονδήποτε τρόπο γενομένης, περιλαμβανομένης της δημοσίευσης βάσει των διατάξεων του ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220 Α΄).
Aρθρο 90
Τροποποίηση του ν. 2789/2000
1. Το εδάφιο ιγ΄ του άρθρου 1 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄), όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
«ιγ) Ασφάλεια: Όλα τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβανομένων και των απαιτήσεων εκ τραπεζικών δανείων ή λοιπών πιστώσεων, ή χρήμα, που παρέχονται δυνάμει ενεχύρου, εγγυοδοσίας, σύμβασης πωλήσεως με σύμφωνο επαναγοράς ή παρεμφερούς συμφωνίας ή με άλλο τρόπο, για την εξασφάλιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που ενδέχεται να προκύψουν σε συνάρτηση με Σύστημα ή που παρέχονται στις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.»
2. H παράγραφος 2 του άρθρου 9 του ανωτέρω νόμου τροποποιείται ως εξής:
«2. Εφόσον υφίσταται ληξιπρόθεσμη οφειλή Συμμετέχοντος σε Σύστημα στο πλαίσιο λειτουργίας του ή Αντισυμβαλλομένου κεντρικής τράπεζας των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά χρηματοπιστωτικά μέσα ή οι απαιτήσεις εκ τραπεζικών δανείων ή λοιπών πιστώσεων επί των οποίων έχει συσταθεί Ασφάλεια, επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί αναγκαστικής εκποίησης, να εκποιούνται από τον Διακανονιστή ή τον Κεντρικό Αντισυμβαλλόμενο του Συστήματος, την κεντρική τράπεζα ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή, εφόσον πρόκειται περί τίτλων ή απαιτήσεων ληξιπρόθεσμων και απαιτητών, να εισπράττονται τα σχετικά ποσά από τον Διακανονιστή ή τον Κεντρικό Αντισυμβαλλόμενο του Συστήματος, την κεντρική τράπεζα ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ιδίω ονόματι. Η εκποίηση γίνεται χρηματιστηριακώς, μέσω μέλους της οργανωμένης αγοράς που ορίζει ο Διακανονιστής, ο Κεντρικός Αντισυμβαλλόμενος, η κεντρική τράπεζα ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή, κατΆ επιλογήν του Διακανονιστή, του Κεντρικού Αντισυμβαλλομένου, της κεντρικής τράπεζας ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και εξωχρηματιστηριακώς, εφόσον αντικείμενο της Ασφάλειας είναι απαιτήσεις εκ τραπεζικών δανείων ή λοιπών πιστώσεων, τίτλοι του Δημοσίου ή και άλλοι τίτλοι τους οποίους διαπραγματεύονται νομίμως κατΆ επάγγελμα πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών διενεργώντας απευθείας συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με πελάτες τους. Το προϊόν της εκποιήσεως ή το εισπραττόμενο ποσό διατίθεται κατά προτεραιότητα για την ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως. Όταν η Ασφάλεια έχει παρασχεθεί με τη μορφή συμβάσεως πωλήσεως τίτλων με σύμφωνο επαναγοράς και ο υπόχρεος σε επαναγορά Συμμετέχων ή Αντισυμβαλλόμενος καταστεί υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του για την καταβολή του τιμήματος, ο Διακανονιστής, η κεντρική τράπεζα ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δύνανται αμέσως να διαθέτουν ελεύθερα τους τίτλους που είχαν αγοράσει.»
Aρθρο 91
Καλυμμένες ομολογίες
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α΄) άρθρα 1 έως και 9, 12 και 14.
2. Τα καθήκοντα εκπροσώπου ομολογιούχων ασκεί θεματοφύλακας (trustee) που δύναται να είναι πιστωτικό ίδρυμα ή θυγατρική εταιρεία πιστωτικού ιδρύματος που παρέχουν νομίμως υπηρεσίες στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου ο θεματοφύλακας ευθύνεται έναντι των ομολογιούχων για δόλο και βαρεία αμέλεια.
3. Το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών δύναται να συνίσταται σε απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως και συμπληρωματικά σε απαιτήσεις από παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (όπως ενδεικτικά απαιτήσεις από συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων), σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και σε κινητές αξίες, όπως ορίζεται ειδικότερα με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο λόγος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα προς την αξία των καλυμμένων ομολογιών κατά την έκδοση, ο τρόπος αποτίμησης των περιουσιακών αυτών στοιχείων, καθώς και ο έλεγχος για τη διασφάλιση της επάρκειας του καλύμματος καθΆ όλη τη διάρκεια της έκδοσης. Ο λόγος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων προς την αξία των ομολογιών δύναται να ορίζεται διαφορετικός ανάλογα με το είδος των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα, ιδίως ανάλογα με το είδος των δανείων ή πιστώσεων οι απαιτήσεις από τα οποία συγκαταλέγονται στο κάλυμμα.
4. Επί του καλύμματος συνιστάται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών (όπως ενδεικτικά απαιτήσεων από χρηματοοικονομικά παράγωγα συνδεόμενα με την έκδοση των ομολογιών, απαιτήσεων του θεματοφύλακα για συμφωνηθείσες αμοιβές και δαπάνες του, απαιτήσεων τυχόν εγγυητών, απαιτήσεων τυχόν διαχειριστή των δανείων) και οι οποίοι αναφέρονται ως εξασφαλιζόμενοι δανειστές στο πρόγραμμα των ομολογιών. Σε περίπτωση που ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών διέπονται από ξένο δίκαιο, θα συστήνεται εμπράγματη εξασφάλιση επΆ αυτών υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών εξασφαλιζόμενων δανειστών σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου δικαίου.
5. Οι απαιτήσεις που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα των ομολογιών αναφέρονται ονομαστικά σε έγγραφο που υπογράφεται από τον εκδότη και τον θεματοφύλακα και καταχωρείται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη σημεία του, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220 Α΄). Με τον ίδιο τρόπο δύνανται να αντικαθίστανται απαιτήσεις που συνιστούν μέρος του καλύμματος με άλλες ή να προστίθενται απαιτήσεις στο κάλυμμα.
6. Οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο κατατάσσονται πριν από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ., εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου.
7. Από την καταχώριση του εγγράφου της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου το κύρος της έκδοσης του ομολογιακού δανείου, της σύστασης του νομίμου ενεχύρου και της τυχόν διεπόμενης από ξένο δίκαιο εμπράγματης ασφάλειας, των πληρωμών προς τους ομολογιούχους και τους λοιπούς δανειστές που εξασφαλίζονται με το νόμιμο ενέχυρο, καθώς και της σύναψης κάθε σχετικής με την έκδοση των καλυμμένων ομολογιών σύμβασης δεν θίγεται από την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζονται στο ν. 3458/2006 (ΦΕΚ 94 Α΄), σε σχέση με τον εκδότη.
8. Απαγορεύεται η κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου, οποιαδήποτε διάθεσή τους από τον εκδότη χωρίς την έγγραφη συναίνεση του θεματοφύλακα είναι άκυρη.
9. Με το πρόγραμμα του ομολογιακού δανείου μπορεί να ορίζεται ότι είτε εξ αρχής είτε αν επέλθουν ορισμένα γεγονότα, όπως ενδεικτικά έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας σε σχέση με τον εκδότη, ο θεματοφύλακας θα δύναται να αναθέτει ή να αναλαμβάνει την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών κατΆ ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 14 έως και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α΄). Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ορίσει διαχειριστή, ανεξάρτητα από τις εξουσίες που τυχόν αναθέτει σε Επίτροπο ή Εκκαθαριστή με βάση τα ανωτέρω άρθρα 63 και 68 του παρόντος, αν δεν το πράξει ο θεματοφύλακας. Τα ποσά που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεων που συγκαταλέγονται στο νόμιμο ενέχυρο και τη ρευστοποίηση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε αυτό διατίθενται για την εξόφληση των ομολογιών και των λοιπών εξασφαλιζόμενων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους του ομολογιακού δανείου.
10. Με καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εξομοιούνται οι ομολογίες που εκδίδονται από νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού, που εδρεύει είτε στην Ελλάδα είτε σε κράτος - μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και που αποκτά απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α΄) περί τιτλοποίησης, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα εγγυάται ευθυνόμενο ως αυτοφειλέτης υπέρ του συνόλου των απαιτήσεων των ομολογιούχων. Επιπλέον, προκειμένου να εξομοιωθούν οι εκδιδόμενες από το νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού ομολογίες με καλυμμένες ομολογίες πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος που προβλέπεται να εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σε σχέση με την αξία των ομολογιών και την αξία και το είδος των περιουσιακών στοιχείων του νομικού προσώπου ειδικού σκοπού. Η παράγραφος 8 του παρόντος άρθρου ισχύει και στην περίπτωση αυτή.
11. Οι καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εισάγονται σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια της παραγράφου 14 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄), όπως ισχύει, καθώς και να διατίθενται με δημόσια προσφορά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
12. Σε περίπτωση έκδοσης σύμφωνα με ξένο δίκαιο ομολογιών, οι οποίες χαρακτηρίζονται κατά το οικείο δίκαιο ως καλυμμένες, από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε κράτος - μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ο εκδότης δύναται να συνιστά νόμιμο ενέχυρο επί απαιτήσεων που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο υπέρ των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών κατΆ ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 5, 6 και 8 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 14 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α΄).
13. Με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
Aρθρο 92
Καταργούμενες διατάξεις
α) Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται οι κατωτέρω αναφερόμενες διατάξεις και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτές νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου:
1. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 25, 27 παράγραφοι 1, 2 και 3, 28, 29 και 30 παράγραφος 1 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄), όπως ισχύει.
2. Οι διατάξεις του π.δ. 267/1995 (ΦΕΚ 149 Α΄), όπως ισχύει.
3. Οι διατάξεις του ν. 5076/1931 (ΦΕΚ 186 Α΄), όπως ισχύει, και κάθε υφιστάμενη αναφορά στη νομοθεσία στον όρο «τράπεζα» νοείται στο εξής ως αναφορά στον όρο «πιστωτικό ίδρυμα» του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου.
4. Οι διατάξεις του α.ν. 1665/1951 (ΦΕΚ 31 Α΄), όπως ισχύει.
5. Το άρθρο 3 του α.ν. 675/1945 (ΦΕΚ 282 Α΄).
6. Το άρθρο 5 του ν. δ. 588/1948 (ΦΕΚ 85 Α΄).
7. Τα άρθρα 1 και 2 του ν. 1387/1950 (ΦΕΚ 1 Α΄).
8. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 1665/1986, όπως έχει αντικατασταθεί με την παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3483/2006 (ΦΕΚ 169 Α΄).
9. Η παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 1905/1990 (ΦΕΚ 147 Α΄).
10. Η παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3148/2003 (ΦΕΚ 136 Α΄).
11. Τα άρθρα 2 παρ. 3, 4, 5, 17, 20 έως και 31, 33 έως και 39, το άρθρο 3 παρ. 5 και 6 και τα άρθρα 9, 32 έως και 38 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄), όπως ισχύουν και κάθε αναφορά σε αυτά νοείται στο εξής ως αναφορά στις διατάξεις του παρόντος νόμου και στις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που θα εκδοθούν για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27 και της παρ. 3 του άρθρου 72 του παρόντος νόμου. Ειδικώς, η κατάργηση των άρθρων αυτών ισχύει από την έναρξη ισχύος των εν λόγω αποφάσεων.
12. Οι διατάξεις του ν.δ. 1321/1972 (ΦΕΚ 239 Α΄).
13. Οι διατάξεις του ν.δ. 116/1973 (ΦΕΚ 197 Α΄).
14. Οι διατάξεις του π.δ. της 22/30.9.1931 (ΦΕΚ 342 Α΄).
15. Οι διατάξεις του τετάρτου και του πέμπτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 2 του ω.5422/1932, η οποία έχει προστεθεί με το άρθρο 15 του ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 154 ΑΆ).
β) Οι αποφάσεις, εγκύκλιοι και διευκρινιστικές οδηγίες που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς ή αρμόδιες αρχές, βάσει διατάξεων που καταργούνται στην παράγραφο αΆ του παρόντος άρθρου, τροποποιούνται, συμπληρώνονται ή αντικαθίστανται με διατάξεις του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την κατάργηση, τροποποίηση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου.
Aρθρο 93
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 31 Ιουλίου 2007
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 1 Αυγούστου 2007
|